Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άρμπουρο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
άρμπουρο [árburo] το, (& άρμπορο & άλμπουρο) naut
  • mast (syn L ιστός, κατάρτι):
    • άλμπουρο του ρεσπέτου spare mast |
    • ~ του μετζανιού jigger mast |
    • ξεκαπελάρω το ~ unrig a mast |
    • καράβι με τρία άρμπουρα |
    • ήρθ' ένας αέρας και μας πήρε ~ και πανιά |
    • πλένε τα καράβια, τ' άρμπουρα και τα ξάρτια τους κάνουνε δάσος (Venezis) |
    • αργοσαλεύουνε νωθρά, νανουρισμένα από το κύμα, χίλια δυο πλεούμενα, ένα παράξενο μπλέξιμο από ~ κι από ξάρτια, από σχήματα κι από χρώματα (Petsalis) |
    • ο άνεμος σφύριζε ανάμεσα στα σκοινιά των άρμπουρων σαν χίλιοι οργισμένοι σατανάδες (Karagatsis) |
    • μέσα στη νύχτα με γερό σαματά ακούστηκε το ~ |
    • μπορεί να σκιστεί το πανί, να σπάσει το δεύτερο λοξό άλμπουρο αλλά η βάρκα δεν μπατάρει (AVlachos) |
    • poem οι φλόγες το ζώσαν από παντού | λύγισαν τ' άρμπουρα | το 'πνιξαν τα νερά (Simop) |
    • .. ορθός πλάι στ' άλμπουρο | ένας ναύτης | για την αγάπη που έχασε παραπονιέται αγάλι (Panagiotop) |
    • τον πυρετό έχει γι' άρμπορα σαν κόβει μίλια απ' τη στεριά! (Lygizos)

[fr It albero]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρμπουρόσκοινο [arburóscino] το, (& αλμπουρόσκοινο) naut
  • mast rope, stay

[cpd w. σκοινί]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρμπουρότρυπα [arburόtripa] η, (& αλμπουρότρυπα) naut
  • mast hole

[cpd w. τρύπα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες