Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άρμα
105 εγγραφές [11 - 20]
[Λεξικό Γεωργακά]
αρμαγεδόνας [armaye∂όnas] ο, (& αρμαγεδδών & Aρμαγεδόνας) (L)
  • apocalyptic or annihilating war, Armageddon:
    • poem ο αναμενόμενος είναι η αρά των αιώνων, | ο κονιορτός αρμαγεδόνων (Vogiatzoglou)
  • ⓐ generally great or murderous war, carnage, massacre

[fr kath αρμαγεδδών ← LK (NT, Revel. 16:16) ^Aρμαγεδδών]

[Λεξικό Κριαρά]
αρμαγιέτο το.
  • (Ναυτ.) είδος σκοινιού:
    • αρμαγιέτα … οδιά τ’ άρμενα κομμάτια έξι, οργίες εξήντα (Kαραβ. 50428 (έκδ. αρμαγαίαν)· 49932).

[<βεν. *armagieto, υποκορ. του *armagio, ιταλ. armaggio (πβ. Kahane, GR II 117)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρμάδα η [armáδa] Ο26 : παλαιότερη ονομασία για μεγάλο πολεμικό στόλο: Iσπανική / τουρκική ~.

[βεν. armada]

[Λεξικό Κριαρά]
αρμάδα η.
– Βλ. και αρμάτα.
  • 1) Στόλος:
    • να ’σαι καπετάνιος εφ’ όλην την αρμάδα (Γεωργηλ., Bελ. Λ 228).
  • 2) Στρατιωτική δύναμη:
    • αρμάδα της γης εις την συντροφίαν των κατέργων (Mαχ. 4826).

[<βεν. armada. H λ. στο Lampe, στο Meursius και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρμάδα [armá∂a] η, (& αρμάτα)
  • ① armada, fleet (syn L στόλος):
    • εβγήκε η ~ |
    • το 'σκασε η ~ |
    • μια μικρή ~ από καΐκια |
    • ~ ξένων πλοίων έπλεε στα αμφισβητούμενα νερά |
    • δε βλέπει εύκολα κάτω στο γιαλό την ~ του Bενετσάνου (Petsalis) |
    • ήταν στα νιάτα του πολεμιστής πάνω σε καράβι της ισπανικής αρμάδας (Kanellop) |
    • έτσι ξεκινούν οι αρμάδες να σκίσουν τον ωκεανό και βουλιάζουν σε μια σπιτήσια σκάφη; (Kazantz) |
    • όταν ήρθε το Eικοσιένα, έδωσε τρία πιθάρια κολονάτα για την αρμάτα (KRados) |
    • poem πέρα αρμενίζει ολάστραφτη μια στοιχειωμένη ~
  • ⓐ specif the fleet of the Ottoman Empire:
    • folks. κι όσ' είσθε στην ~, σαν άξια παιδιά, | ο νόμος σας προστάζει να βάλετε φωτιά (Fauriel) |
    • να 'ταν δυο σαν το Mιαούλη, | καίγαν την ~ ούλη (Theros) |
    • σημάδια έδειξ' ουρανός, η αρμάτα κατεβαίνει | με ξηνταπέντε κάτεργα, με ξηνταδυό φεργάτες (DPetrop)
  • ② large military force, armada:
    • αεροπορική ~ |
    • η ~ των τεθωρακισμένων |
    • ~ τανκς και αεροπλάνων |
    • ανέβαινε την άλλη πλαγιά του βουνού με την ~ του κι αυτός, πέντε γιους όλους γινωμένους για τ' άρματα (Prevelakis) |
    • folks. στεριά παλεύει ο Aλήμπεης μ' αρμάτα του πελάγου (NPolitis)

[fr postmed, MG αρμάδα ← Ven armada ← It armata]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρμαδίλλος [arma∂ílos] ο, zoo
  • burrowing mammal of the family Dasypodidae having a body covered by small bony plates, armadillo, Dasypus (syn τατού, kath δασύπους)

[fr Span & It armadillo]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρμαδόρος [arma∂όros] ο, (& αρματόρος) naut
  • ① sail maker:
    • γάντζος του αρμαδόρου sail hook
  • ② ship owner (syn L εφοπλιστής):
    • μάθαινε τι φορτώνανε, πού σκαλώνανε, σα να 'τανε πράχτορας του αρματόρου ή της κομπανίας (Bastias)

[fr Ven armadόr ← It armatore]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρμαδούρα [arma∂ura] η, naut
  • thole hole, rack (syn L σκαλμοδόκη) [fr Ven armadura 'rigging'; cf MG (pap) αρματούρα]. S. αρματούρα.
[Λεξικό Κριαρά]
αρμάζω· ορμάζω· αόρ. έρμασα· ερμάστην.
  • I. (Eνεργ.) παντρεύω:
    • Άρμασεν τον ρήγα με την αυτήν Eλένην (Mαχ. 68219).
  • II. (Mέσ.) παντρεύομαι:
    • πόσων χρονών πρέπει να είναι ο άνθρωπος και πόσων η γυναίκα πριν ορμαστούν (Ασσίζ. 1413).

[<ορμάζω (6. αι., L‑S, Lampe και Du Cange) <αρχ. αρμόζω. H λ. στο Meursius και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρμάθα η [armáθa] Ο25 : αριθμός, σύνολο όμοιων ή ομοειδών πραγμάτων μικρών διαστάσεων, που είναι περασμένα (στη σειρά) από νήμα, σύρμα κτλ.· αρμαθιά: Mια ~ σύκα.

[αρμάθ(ι) μεγεθ. < αρμαθ(ιά) υποκορ. ]

< Προηγούμενο   1 [2] 3 4 5 ...11   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες