Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άρα
299 εγγραφές [281 - 290]
[Λεξικό Γεωργακά]
αραχνόπορτα [araxnόporta] η,
  • cobwebbed gate:
    • poem .. μου χτίσαν και ξωκλήσι | να προσκυνούν την ~,την κλούβια παρθενιά μου (Kazantz Od 24.1138)

[cpd of αράχνη & πόρτα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άραχνος -η -ο [áraxnos] & άραχλος -η -ο [áraxlos] Ε5 : που βρίσκεται σε κατάσταση μεγάλης δυστυχίας, συμφοράς· ελεεινός, οικτρός, συνήθ. στη ΦΡ μαύρος κι ~: Tα βλέπει όλα μαύρα κι άραχνα. H ζωή του είναι μαύρη κι άραχνη. άραχνα & άραχλα ΕΠIΡΡ: Φέτος το καλοκαίρι πέρασα μαύρα κι ~, πολύ άσχημα, ελεεινά.

[αραχν(ιάζω) -ος (αναδρ. σχημ.)· τρο πή [xn > xl] (;)]

[Λεξικό Γεωργακά]
άραχνος, -η, -ο [áraxnos] (& region. άραχλος)
  • ① ill-fated, unfortunate, hapless (syn άτυχος, δύσμοιρος, κακότυχος):
    • τύχη άτιμη κι άραχλη (Karkavitsas) |
    • να πας και να μου στείλεις την άραχνη αδελφή μου (MGeorgiou) |
    • να ιδώ τι θα κάμουν και κείνοι οι άραχλοι! ένας γέρος κατάκοιτος και μια μάνα που δε μπορεί να σούρει τα πόδια της (Panagiotop) |
    • ωραίος λόφος, ~ λόφος, έτσι που πήγε να χωθεί μέσα σε μια συνηθισμένη γειτονιά, να κρυφτεί πίσω από τα οικοδομικά τετράγωνα (Terzakis) |
    • poem τι δεν αντέχει τ' άραχνο κορμί μου | να πολεμιέται από ένα πλάσμα θείο (Manousos) |
    • και στο σπίτι τ' άραχνο | γυρνώντας, ω ακριβέ μας, γίνε αεροφύσημα | και γλυκοφίλησέ μας! (Palam) |
    • ο ρήγας το άραχνο κεφάλι του, το μυαλοφυραμένο, | κουνούσε .. (Kazantz Od 6.1081)
  • ② phr μαύρος κι ~very unfortunate, very sad, very bad:
    • όλα είναι μαύρα κι άραχνα |
    • παρουσιάζει τα πράγματα μαύρα κι άραχνα |
    • curse μαύρη μοίρα κι άλαλη, μαύρη σου μοίρα κι άραχλη! (Pelop) |
    • στην Πόλη πλάκωσε το πένθος .. μαύρα κι άραχνα μαντάτα, μαύρα κ' αιματωμένα (Petsalis) |
    • τι σου είναι αυτοί οι ποιητές! όλα τα βλέπουν μαύρα και άραχνα (Samarakis) |
    • χωρίς τον έρωτα η ζωή της θα γινόταν μαύρη κι άραχλη (Karagatsis) |
    • folks. να ήταν το στήθος μου γυαλί να φαίνετ' η καρδιά μου | πως είναι μαύρη και άραχνη για σε, παρηγοριά μου
  • ⓐ region. in bad condition, i.e. dead and decomposing (near-syn αποσυνθεμένος, L αποσυντεθειμένος 1):
    • folks. κι αν μ' εύρεις ροδοκόκκινο, σκύψε και φίλησέ με, | κι αν μ' εύρεις μαύρο κι άραχνο, τράβα και σκέπασέ με (DPetrop)
  • ③ gloomy, dark (syn αραχνιασμένος 2, σκοτεινός):
    • η ζωή στον Άδη είναι θολή κι άραχνη (Theodoridis) |
    • τους φαινόταν τώρα σαν άραχνη ταφόπετρα κι ας ήταν ηλιοφωτισμένος (MSigouros) |
    • η τρομερή απειλή, σαν άραχνη σκιά, τα σκέπασε όλα (Petsalis) |
    • συμμάζωξε πέτρες κ' έφτιασε το πρώτο καμαράκι, αφώτιστο κι άραχλο, να βρίσκει τη νύχτα κάπου να γείρει (Panagiotop) |
    • poem .. μένε | θεός του πόντου μέσα στις άραχνες σπηλιές (Malakasis) |
    • .. Xάρε, πάρε με μακριά, | στη σκοτεινιά την άραχνη μαζί του! (Porphyras) |
    • στου κελιού τ' άραχνα τζάμια | κλαίνε μυστικές αγιογραφίες (Melachrinos)

[der of αραχνιάζω; cf άδειος (αδειάζω)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αραχνός, -ή, -ό [araxnós]
  • ① covered or filled w. cobwebs, cobwebbed (syn αραχνιασμένος 1, αραχνοπιασμένος):
    • folks. εσένα τρώει η μαύρη γη και τ' αραχνό το χώμα |
    • poem θαρρείς νεκροί κι απάριασαν τα μνήματ' αραχνά, | σύγκαιρα ορθοί για τη στερνή την κρίση (Gryparis)
  • ② finely spun or woven, delicate, gossamer (syn αραχνένιος, αραχνοκαμωμένος, αραχνόπλεχτος, αραχνοΰφαντος):
    • poem .. με πέπλ' αραχνά | διπλώνεται τώρα μακριά στο κανάλι (Malakasis) |
    • και βαρύς απάνω ο ουρανός | κι ~μαζί, σκεπάζοντάς μας, | πέπλος της χαράς μας σκοτεινός, | και γεμάτος φως, της συμφοράς μας (id.)

[der of αράχνη, as syncopated fr αραχνο- w. αραχνο-καμωμένος, αραχνο-πιασμένος etc]

[Λεξικό Γεωργακά]
αραχνόσκουπα [araxnóskupa] η,
  • long-handled broom for clearing cobwebs (syn ταβανόσκουπα):
    • ήτανε, κιόλας, κουρελήδες, λιγδεροί, με κάτι γένεια που ποταμίζαν στα στήθη τους σαν αραχνόσκουπες

[cpd w. σκούπα]

[Λεξικό Κριαρά]
αραχνοστόλιστος, επίθ.
  • (Προκ. για νεκρό) που είναι «στολισμένος» με αράχνες:
    • (Tζάνε, Kατάν. 25).

[<ουσ. αράχνη + στολίζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αραχνοσύννεφο [araxnosínefo] το,
  • thin cloud:
    • poem ένα γαλάζιο απόκομμα κι απάνου, μόλις τα διακρίνεις, | δυο αραχνοσύννεφα το χάος μου φέρνουν όλου τ' ουρανού (Palam)

[cpd w. σύννεφο]

[Λεξικό Γεωργακά]
αραχνοτυλίγω [araxnotilíγo] aor αραχνοτύλιξα
  • envelop as if in a cobweb:
    • το περιβόλι αραχνοτύλιξεν η σελήνη που ολονέν υψώνεται (Palam)

[cpd w. τυλίγω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αραχνούλα [araxnúla] η,
  • small spider (syn αραχνίτσα)

[der of αράχνη]

[Λεξικό Γεωργακά]
αραχνοϋφαίνω [araxnoiféno] (& Polemis αραχνοφαίνω) ipf αραχνοΰφανα & αραχνόφαινα
  • weave sth very fine:
    • poem έφαινε κι αραχνόφαινε σε μετάξινο υφάδι, | έφαινε κι αραχνόφαινε μια προίκα ζηλευτή (Polemis)

[cpd of αράχνη & υφαίνω]

< Προηγούμενο   1... 26 27 28 [29] 30   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες