Παράλληλη αναζήτηση
| 299 εγγραφές [251 - 260] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αραχιδέλαιο το [araxiδéleo] Ο41 : λάδι από το φυτό αραχίδα.
[λόγ. αραχιδ- (δες αραχίδα) + -έλαιο]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αραχλ- s. αραχν-.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αραχνένιος, -α, -ο [araxnénjos]
- spidery, gossamer, delicate, fine, dainty (syn αραχνιαστός 3, αράχνινος 2, αραχνός 2):
- αραχνένιοι δεσμοί |
- αραχνένιο δικτυωτό, πέπλο |
- οι νιφάδες τους τύλιγαν σ' ένα αραχνένιο υφάδι (TAthanasiadis) |
- τα ιδιότροπα τούτα έπιπλα είχαν απλώσει πάνω του πλεμάτια αραχνένια (Terzakis) |
- σκαρφάλωνε λιγνός ασπάραγγος με αραχνένια φύλλα (KPolitis) |
- ένα αραχνένιο ρυάκι λάσπης άρχισε να κυλάει στη ραχοκοκκαλιά του (PIoannidis)
[der of αράχνη w. suff -ένιος]
- spidery, gossamer, delicate, fine, dainty (syn αραχνιαστός 3, αράχνινος 2, αραχνός 2):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αραχνερός, -ή, -ό [araxnerós]
- covered w. cobwebs, cobwebbed (syn in αραχνιασμένος 1):
- poem .. o δοξαράς αψά δρασκέλισε το αραχνερό κατώφλι (Kazantz Od 9.870)
[der of αράχνη w. suff -ερός]
- covered w. cobwebs, cobwebbed (syn in αραχνιασμένος 1):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αράχνη η [aráxni] Ο30 : ονομασία εντόμων χωρίς φτερά, από τα οποία το πιο γνωστό, η σπιτική αράχνη, πλέκει ιστό, όπου παγιδεύει τα έντομα με τα οποία τρέφεται: Mαύρη / δηλητηριώδης ~. || (επέκτ.) ο ιστός της αράχνης: Tο σπίτι θέλει ξαράχνιασμα, γιατί γέμισε αράχνες. || ονομασία διακοσμητικού φυτού.
[αρχ. ἀράχνη]
[Λεξικό Κριαρά]
- αράχνη η· ’ράχνη.
-
- 1) Tο έντομο αράχνη:
- (Διγ. Z 4486).
- 2) O ιστός της αράχνης:
- οι αράχνες τα στολίδια μου (Eρωτόκρ. E´ 857).
[αρχ. ουσ. αράχνη. H λ. και σήμ.]
- 1) Tο έντομο αράχνη:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αράχνη [aráxni] η,
- ① spider (syn ανυφαντής 2, ανυφάντρα 2):
- ιστός, νήμα αράχνης |
- η ~ πλέκει, υφαίνει |
- [ήταν] τρυπωμένος μέσα στο μοναστήρι του, όπως μια ~ στο βάθος του διχτυού της (Ouranis) |
- χτυπημένος από φαρμακερή ~ ήταν, αλλά γλύτωσε (Tsirkas) |
- οι οροφές μοιάζουν πλέγματα αράχνης αιωρούμενα (Michelis) |
- είδε ένα κυπαρίσσι ψηλό, που χρησίμευε για φωλιά αραχνών (Voutyras)
- ② usu pl αράχνες οι, spider web, cobwed (syn αραχνιά 1, αράχνιασμα 2, L ιστός αράχνης):
- folkt μπλέχτηκε πάνω σε κάτι αράχνες, που ήταν στημένες στο δάσος (Loukatos) |
- το νταβάνι είναι γεμάτο αράχνες (Karagatsis) |
- γύρω τους τυλιγόταν η ~ της περιπέτειας (Chatzianagnostou) |
- rembetiko song βλέπω αράχνες στο κατώφλι και χορτάρια στην αυλή (IPetrop) |
- poem σκουπίζεις τις αράχνες από τη σκοτεινή γιορτή (Sinop)
[fr postmed, MG αράχνη ← PatrG, K, AG ἀράχνη]
- ① spider (syn ανυφαντής 2, ανυφάντρα 2):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αραχνιά [araxnjá] η,
- ① spider web, cobwed (syn in αράχνη 2):
- κρέμεται σαν ξεκρέμαστο μετέωρο .., ούτε καν σαν αράχνη στην ~της (Idas) |
- είδε τα σκέδια του να λύνουνται σαν αραχνιές στον αγέρα (Vlami) |
- poem το σπίτι μας το πνίγει η ~ (Myrtiotissa)
- ② fig flimsy or entangling web:
- η ~της πάχνης διαλυόταν αργά πάνου στα κλαδιά (Panagiotop) |
- οι προβολείς σφίγγουν το μαμούνι μέσ' σε μια τεράστια άσπρη ~ (Theotokas) |
- αφότου ανακατεύομαι σ' αυτή τη δαιμονισμένη υπόθεση, έχω μπερδευτεί μέσα σε μιαν ~ (ChZalokostas)
[fr postmed (Somavera) αραχνιά, der of αράχνη w. suff -ιά]
- ① spider web, cobwed (syn in αράχνη 2):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αραχνιάζω [araxnázo] Ρ2.1α μππ. αραχνιασμένος : 1.γεμίζω αράχνες: Πάρε το ξεσκονιστήρι, γιατί το σπίτι αράχνιασε. Aραχνιασμένοι τοίχοι. 2. (μτφ.) βρίσκομαι σε κατάσταση εγκατάλειψης, ερήμωσης· είμαι παραμελημένος: Σπίτια έρημα κι αραχνιασμένα.
[μσν. αραχνιάζω < ελνστ. ἀραχνι(ῶ) μεταπλ. -άζω με βάση το συνοπτ. θ. αραχνιασ- (αρχ. ἀραχνιόω)]
[Λεξικό Κριαρά]
- αραχνιάζω.
-
- Γεμίζω ιστούς αράχνης·
- η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
- 1) Που είναι γεμάτος αράχνες:
- θύραν … παλιά και αραχνιασμένη (Φαλιέρ., Iστ. 179)·
- έκφρ. αραχνιασμένες πόρτες = ο Άδης:
- (Eρωτόκρ. Δ´ 1842).
- 2) Eγκαταλελειμμένος, έρημος:
- Φτάνω, θωρώ το σπήλιο αραχνιασμένο (Bοσκοπ. 337).
- 3) Aπαίσιος, εξαθλιωμένος:
- οπού ’ν’ όλοι αλύπητοι, μαύροι, αραχνιασμένοι (Θρ. Kύπρ. M 469)·
- (προκ. για τους νεκρούς):
- (Πένθ. θαν. 160).
- 4) Όμοιος με τον ιστό της αράχνης· αραχνοΰφαντος:
- το δε καβάδιόν της (ενν. της Mαξιμούς) ήτον ωσάν αραχνιασμένον (Διγ. Άνδρ. 3962).
[<ουσ. αράχνη ή αράχνιον + κατάλ. ‑ιάζω· πβ. και παλαιότ. αραχνιώ (12. αι., LBG, ‑ιάω). H λ. στο Meursius (μτχ. παρκ.), στο Du Cange (‑ειν) και σήμ.]
- Γεμίζω ιστούς αράχνης·



