Παράλληλη αναζήτηση
| 299 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αραβάνι s. ραβάνι.
[Λεξικό Γεωργακά]
- άραβας [áravas] ο, (also cap) pl nom & acc άραβες, gen Aράβων (L)
- Arab:
- (syn αράπης 1) ~ποιητής, φιλόσοφος, χαλίφης |
- άραβες νομάδες |
- τίποτα δεν μάθαμε για τον πολιτισμό των Aράβων (IPetrop) |
- το φρούριο εγκαταλείφθηκε ύστερα από συμφωνία Aράβων και βυζαντινών (Floros) |
- καθισμένοι απ' τις δυο πλευρές του τραπεζιού ήταν πάνω από εκατό άραβες και νέγροι (Tsirkas)
[fr kath Άραψ ← K (also pap) 0Aραψ; cf MG Άραβος & ModG αράπης]
- Arab:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αράβδιστος, -η, -ο [aráv∂istos] (sp. also αρράβδιστος) (L)
- which has not been hit w. sticks (to cause the fruit to fall) (ant ραβδισμένος):
- αράβδιστα ελαιόδεντρα
[cpd w. *ραβδιστός (: ραβδίζω)]
- which has not been hit w. sticks (to cause the fruit to fall) (ant ραβδισμένος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αράβδωτος, -η, -ο [aráv∂otos] (sp. also αρράβδωτος) (L) archit
- lacking vertical decorative grooves, not fluted (ant ραβδωτός):
- στην αριστερή άκρη της πλάκας είναι μια ιωνική αράβδωτη κολόνα (Karouzos) |
- από τη βασιλική σώζονται εννέα κορμοί αράβδωτων κιόνων (Varelas)
[fr kath αρράβδωτος ← AG ἀρράβδωτος]
- lacking vertical decorative grooves, not fluted (ant ραβδωτός):
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αραβία [aravía] η, (L)
- ① geogr & hist name of area in SW Asia, the Arabian peninsula, Arabia (syn Aραπιά):
- στην ~είχε εμφανισθεί ένας προφήτης που κήρυττε μια νέα θρησκεία (Ouranis) |
- εμπορευόταν στα μέρη της Aραβίας τουμπεκιά και χασίσια (Valtinos)
- ② fig Arab civilization:
- ακούγοντας ένα ανταλούζικο τραγούδι μπορούμε να πούμε, "εδώ σίγουρα θα πέρασεν η ~" (Papantoniou)
[fr kath Aραβία ← AG Aραβία]
- ① geogr & hist name of area in SW Asia, the Arabian peninsula, Arabia (syn Aραπιά):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αραβίδα η [aravíδa] Ο26 : 1.βραχύκαννο πυροβόλο όπλο που χρησιμοποιούσε παλαιότερα το ιππικό και το πυροβολικό. 2. αυτόματο πυροβόλο όπλο: ~ Tόμσον.
[λόγ. αραβ(ίς) -ίδα ίσως παρετυμ. ή παρανάγνωση του γαλλ. carabine `καραμπίνα΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αραβίδα [araví∂a] η, (L) & milit
- ① old fashioned, short-barreled rifle, carbine (syn καραμπίνα):
- ακολουθούσαν δύο ιππείς της φρουράς με μικρή σημαία στη λόγχη της αραβίδας τους (Petsalis) |
- χτύπησε με την ~ ένα λαγό, τον έψησε πρωτόγονα και τον έφαγε (Karagatsis)
- ② submachine gun (near-syn τόμιγκαν)
[fr kath αραβίς]
- ① old fashioned, short-barreled rifle, carbine (syn καραμπίνα):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αραβίζω [aravízo] (L)
- imitate, or remind one of, Arab costumes (types etc), sound or seem Arabian:
- είναι η μελωδία, που θυμίζει την έρημο, που αραβίζει πολύ και βυζαντινίζει (Papantoniou)
[fr kath αραβίζω ← MG (Souda), der of Άραψ (-αβος)]
- imitate, or remind one of, Arab costumes (types etc), sound or seem Arabian:
[Λεξικό Κριαρά]
- αραβικά, επίρρ.
-
- Στην αραβική γλώσσα:
- Aι λέξεις σημαίνουν … αραβικά … (Iατροσ. 2069).
[<επίθ. αραβικός. H λ. και σήμ.]
- Στην αραβική γλώσσα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αραβικά1 [araviká] adv (L)
- in the Arabic language, in Arabic (syn αραβιστί L, αράπικα, syn phr στα αραβικά):
- ειδικοί σοφοί μετάφραζαν ~την ελληνική σοφία (Kazantz)
[der of αραβικά2]
- in the Arabic language, in Arabic (syn αραβιστί L, αράπικα, syn phr στα αραβικά):



