Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άπω
35 εγγραφές [31 - 35]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απώτατος -η -ο [apótatos] Ε5 : που βρίσκεται πολύ μακριά από τοπική ή χρονική άποψη: Στα απώτατα άκρα της γης. Στο απώτατο παρελθόν / μέλλον. ANT εγγύτατος.

[λόγ. επίθ. < αρχ. επίρρ. ἀπωτάτ(ω) `το πιο μακριά΄ -ος (αναδρ. σχημ.) κατά το απώτερος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απώτατος, -η, -ο [apόtatos]
  • ① most distant, farthest, remotest (near-syn απόμακρος 1, απώτερος 1, μακρινότατος):
    • ~πρόγονος |
    • απώτατη Aνατολή, Aσία |
    • απώτατη αρχαιότητα, ερημιά |
    • απώτατο μέλλον, παρελθόν |
    • τα απώτατα σύνορα της αυτοκρατορίας |
    • ξεκινούσε από τ' απώτατα υψίπεδα της Aσίας, για να χορτάσει λεία και θάνατο (Panagiotop) |
    • πήρε το δρόμο προς τα απώτατα άκρα της γης (Kanellop) |
    • αυτό είναι το απώτατο σημείο, όπου έφτασε ο πλατωνικός στοχασμός στην έρευνα της ζωγραφικής (Andronikos) |
    • το 1984 ήταν το απώτατο χρονικό όριο για την οριστική συμμετοχή της Eλλάδας στην Kοινότητα (IPesmazoglou)
  • ② ultimate, final, supreme (near-syn απόλυτος 4, απώτερος 1b, έσχατος):
    • κάθε προσπάθεια της μάζας τούτον τον απώτατο σκοπό ξαμώνει (Kazantz) |
    • ο Λεονάρντο ξεκίνησε από πολύ νέος, για να πάει προς το απώτατο βάθος (Kanellop) |
    • οι ζωντανές δυνάμεις βρίσκουν την απώτατη έκφρασή τους μονάχα στην πρωτογονική αναβίωση του κτήνους (Papasiopis)
  • ⓐ ultimate, original, absolute, fundamental (near-syn απόλυτος 4b, απώτερος 2, έσχατος, θεμελιώδης):
    • συνδυάζει το θαύμα με την απώτατη πηγή της ζωής, με το άπειρο (Kanellop) |
    • η αποκεκαλυμμένη αλήθεια είναι η ρίζα η απώτατη και πρώτη και απόκρυφη των πάντων (Tatakis) |
    • διακήρυξαν πως συνέλαβαν την απώτατην αρχή, που όλα μ' αυτήν εξηγούνται (Lambridi) [fr kath απώτατος, backform. on basis of AG adv àπωτάτω; cf ανώτατος, κατώτατος etc]. S. άπω, απώτερος.
[Λεξικό Γεωργακά]
απώτερα [apόtera] adv (L)
  • ① ultimately, finally, subsequently (near-syn τελικά):
    • στη μουσικήν έχομε συνειρμούς από ήχους, που ~γεννούν τα μουσικά νοήματα (Tsatsos)
  • ② ultimately originally, basically (near-syn βασικά):
    • κάθετι, που έχει μια ~σοβαρή αιτία, δεν σημαίνει πως είναι κι αυτό καθεαυτό σοβαρό (Terzakis)

[der of απώτερος; cf kath απωτέρω ← AG ἀπωτέρω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απώτερος -η -ο [apóteros] Ε5 : που αφορά το μέλλον, όχι το άμεσο αλλά ούτε και το πολύ μακρινό. ANT εγγύτερος: Οι συνέπειες των ενεργειών του θα φανούν στο απώτερο ή στο απώτατο μέλλον. ~ σκοπός / στόχος, όχι αυτός που προβάλλεται, αλλά άλλος στον οποίο αποβλέπει κάποιος, μελλοντικά.

[λόγ. < μσν. επίθ. απώτερος `πιο μακρινός΄ < ελνστ. επίρρ. ἀπώτερ(ον) `πιο μακριά΄, αρχ. ἀπωτέρ(ω) -ος (αναδρ. σχημ.)]

[Λεξικό Γεωργακά]
απώτερος, -η, -ο [apόteros] (L)
  • ① more distant, remoter, farther, ulterior (near-syn απώτατος 1, μακρινότερος, ant κοντινότερος):
    • απώτεροι απόγονοι, πρόγονοι |
    • απώτερη Aνατολή |
    • απώτερη καταγωγή |
    • απώτερο μέλλον, παρελθόν |
    • λαοί γειτονικοί και απώτεροι |
    • πρόσφατοι και απώτεροι δεσμοί του ελληνικού στοιχείου με την Aίγυπτο |
    • κάποιος ασαφής όγκος ζωγραφίζεται στο απώτερο βάθος των άσπρων αχνών (Karagatsis) |
    • ενδιαφέρεται για θέματα της απώτερης ιστορίας της γλώσσας μας (Kriaras)
  • ⓐ subsequent, ulterior, future, final (near-syn απώτατος 2, κατοπινός, μελλοντικός, τελικός):
    • απώτερες επιδράσεις, επιπτώσεις, συνέπειες |
    • απώτερο αποτέλεσμα |
    • αποβλέπει στο απώτερο συμφέρον της κοινωνίας |
    • θέλει να συμβιβαστεί με τον κατακτητή με τον απώτερο σκοπό ν' ανακουφίσει το έθνος (Vacalop) |
    • δεν πρέπει να τιμωρεί πράξεις, που έχουν ως απώτερο επακόλουθο τη γενική ευδαιμονία (Theodorakop) |
    • ο ουμανισμός απώτερο προορισμό του έχει να βοηθήσει τον άνθρωπο (Sotirakis) |
    • μας δείχνει τους ορίζοντες της απώτερής μας ευτυχίας (Evelpidis)
  • ② original, basic (near-syn απώτατος 2b, αρχικός, μακρινότερος):
    • το ευρωπαϊκό πνεύμα απώτερη, βασική πηγή του έχει την Eλλάδα (Kanellop) |
    • η ατέλεια της ανθρώπινης φύσης είναι κατά βάθος η απώτερη και κύρια αιτία της πτώσης του (Papanoutsos) |
    • παρακολουθεί όλα τα μυστικά ίσαμε τις πιο απώτερες αρχές τους (Thrylos) |
    • εφθάσαμε στο απώτερο υπόστρωμα του ζητήματος (Dimaras)
  • ⓑ not manifest, latent, veiled (near-syn απόκρυφος 1b, κρυφός):
    • απώτερες βλέψεις, προθέσεις |
    • απώτερο κίνητρο ulterior motive |
    • είχα έρθει με την απώτερη σκέψη να ψωνιστώ από κανένα διανοούμενο θηλυκό (Karagatsis) |
    • στο τέλος αφήνεται να διαγραφεί το απώτερο νόημα του μυθιστορήματος (Sachinis)

[fr kath απώτερος ← MG (Souda) ← K ἀπώτερο]

< Προηγούμενο   1 2 3 [4]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες