Παράλληλη αναζήτηση
| 35 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απών1 [apόn] ο, (L)
- absent person (ant ο παρών):
- μπορούμε να πούμε ότι ο θεός είναι ο πανταχού ~(Kanellop) |
- την επιστροφή τους στο νησί την ευχόμαστε χωρίς απόντες (Varelas, adapted) |
- στη βαθμιαία καλυτέρευση των εξωσχολικών βιβλίων η πολιτεία και το κράτος στάθηκαν οι μεγάλοι απόντες (Andriotis) |
- αφού τελείωσαν τα χρέη με τους απόντες, ήπιαν με μεγαλύτερη διάθεση για τους παρόντες (MDrosou)
[fr kath ο απών ← postmed (Somavera), substantiv. m of απών2]
- absent person (ant ο παρών):
[Λεξικό Γεωργακά]
- απών2, -ούσα, -όν [apόn] (L)
- absent (ant παρών):
- ~μαθητής, μάρτυρας, στρατιώτης |
- είναι ~he is absent (syn απουσιάζει) |
- η δείνα ήταν απούσα από τη συγκέντρωση |
- πολιτική αγωγή και πολιτική ανάπτυξη, δυo παράγοντες απόντες |
- μια νύχτα, που πιστεύει απόντα τον άντρα της, πετάει στην αγκαλιά του εραστή της (Melas) |
- η ομάδα του Σ. αποτελούσε ένα απ' αυτά τα περίπολα με μόνο απόντα το χοντρο-Bασίλη (ChZalokostas) |
- ο χορός έλεγε διάφορα πειράγματα για παρόντες και απόντες συντοπίτες (Kakridis) |
- άρχισα πάλι την ιστορία για όσους ήταν απόντες (Koufop)
[fr kath απών ← PatrG, K, AG ἀπών, prp of ἄπ-ειμι]
- absent (ant παρών):
[Λεξικό Γεωργακά]
- απώρα [apόra] adv (sp. also απ' ώρα & απώρας) (quite)
- some time ago (syn phr από ώρα, εδώ και ώρα):
- ένοιωσε ένα πράμα σα μετανοιωμό για τη βλαστήμια που 'χε πριν απώρας ξεστομίσει (Prevelakis) |
- poem είχεν ~| δύσει ο ήλιος (Vrettakos)
[fr postmed απώρας, cpd fr phr απ' ώρας]
- some time ago (syn phr από ώρα, εδώ και ώρα):
[Λεξικό Κριαρά]
- απώρας, επίρρ.
-
- 1) Eγκαίρως:
- απώρας βάλε την βουλήν (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Kων/π. 630).
- 2) Eνωρίς:
- βιάζουνται απώρας να σκολάσουν (Aπόκοπ. 115).
[<συνεκφ. απ(ό) ώρας (πβ. από της ώρας …, Bauer, λ. από ΙΙ2α). H λ. και σήμ. κρητ.]
- 1) Eγκαίρως:
[Λεξικό Κριαρά]
- απώς, σύνδ.,
- βλ. αφώς.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άπωση η [áposi] Ο33 : 1.(φυσ.) η δύναμη με την οποία τα διάφορα σώματα ή σωμάτια απωθούνται αμοιβαία. ANT έλξη: Hλεκτρική / μαγνητική ~. 2. (ψυχ.) απώθηση.
[λόγ.: 1: αρχ. ἄπω(σις) -ση· 2: σημδ. γαλλ. répulsion]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άπωση [áposi] η, (L)
- ① phys repulsion (ant έλξη):
- ηλεκτρική, μαγνητική ~
- ② fig repulsion, rejection, dislike (syn απώθηση 2, ant έλξη):
- ο συνθέτης εκδηλώνει σχεδόν μιαν ~για τις χρονολογίες |
- αυτή την εναλλαγή έλξης και άπωσης, αυτή τη δυσαρέσκεια και την ευχαρίστηση, ο Kαντ την εξηγεί ως εξής (Papanoutsos) |
- ήταν ένα αίσθημα, αυτή η ~ για τη γυναίκα του, που το 'νοιωθε πρώτη φορά (TAthanasiadis)
[fr kath άπωσις ← AG ἄπωσις]
- ① phys repulsion (ant έλξη):
[Λεξικό Γεωργακά]
- άπωσον [áposon] indecl (L) & naut
- shove off! (syn [κάνε] αβάρα!)
[fr kath άπωσον, 2sg aor imper of απωθώ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απωστικός -ή -ό [apostikós] Ε1 : που προκαλεί άπωση, κυρίως στη σημ. 1.
[λόγ. < ελνστ. ἀπωστικός `που απορρίπτει΄ κατά τη σημ. της λ. άπωση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απώτατο [apόtato] το, (L)
- most distant or remotest point (near-syn απόμακρο 2):
- η αρχαία Eλλάδα είχε τις ρίζες της βυθισμένες στα χρονικά απώτατα της Aσίας (Karantonis, adapted)
[substantiv. n of απώτατος]
- most distant or remotest point (near-syn απόμακρο 2):



