Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άπαν
145 εγγραφές [31 - 40]
[Λεξικό Γεωργακά]
απανθρωπίζω [apanθropízo] aor subj απανθρωπίσω, mediop απανθρωπίζομαι (L)
  • remove the human attributes, dehumanize (syn L απανθρωποποιώ, ant L εξανθρωπίζω):
    • ο φανατισμός απανθρωπίζει τους ανθρώπους |
    • απανθρωπίζεσαι στις άμορφες πολιτείες |
    • μάζες ανθρώπινες απανθρωπίζονται, αποκτηνώνονται μέσα σε μιαν ασυγκράτητη μιμητική έξαψη (Terzakis) |
    • έχει φθάσει να απανθρωπίσει την ψυχή του και να την κοσμικοποιήσει (Tsatsos)

[fr kath (neol Koumanoudis) απανθρωπίζομαι, der of απάνθρωπος; cf MG (5th c. AD) απανθρωπίζομαι 'become human']

[Λεξικό Γεωργακά]
απανθρωπισμός [apanθropizmós] ο, (L)
  • dehumanization (syn L απανθρωποποίηση):
    • ο σοσιαλισμός ενέτεινε τον απανθρωπισμό μεταξύ ανθρώπων και λαών (Theodorakop) |
    • οι διαφορές, οι αθλιότητες, οι αντιθέσεις, οι ακρότητες και τα ξεχαλινωμένα ένστικτα μπορούν να θεωρηθούν σαν ~ (Karantonis, adapted)

[fr kath (neol Koumanoudis) απανθρωπισμός, der of απανθρωπίζω; cf AG ἀνθρωπισμός, pap κατανθρωπισμός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απανθρωποποίηση η [apanθropopíisi] Ο33 : η διαδικασία και το αποτέλεσμα της εξάλειψης των ιδιαίτερων ηθικών και συναισθηματικών χαρακτηριστικών και ιδιοτήτων που προσιδιάζουν στον άνθρωπο. ANT εξανθρωπισμός.

[λόγ. απάνθρωπ(ος) -ο- + -ποίη(σις) -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
απανθρωποποίηση [apanθropopíisi] η, (L) = απανθρωπισμός
:
  • η έκθεση περιγράφει τη συστηματική ~ των βασανιστών της δικτατορίας |
  • ο πολιτισμός που πλάθεται τώρα δεν είναι πολιτισμός του ανθρώπου· υπηρετεί μια θλιβερή ~ (Panagiotop) |
  • η τέχνη προχώρησε στα έσχατα της απανθρωποποίησης και της μηχανοποίησης (Michelis)

[fr kath (neol) απανθρωποποίησις, der of απανθρωποποιώ]

[Λεξικό Γεωργακά]
απανθρωποποιώ [apanθropopió] απανθρωποιείς, L) = απανθρωπίζω
:
  • η θλίψη απανθρωποποιεί ή εξανθρωπίζει (Panagiotop) |
  • ο άνθρωπος είχε αρχίσει να μηχανοποιεί τον ίδιο τον άνθρωπο και τελικά να τον απανθρωποποιεί (Michelis)

[fr kath (neol) απανθρωποποιώ, cpd of απάνθρωπος & ποιώ]

[Λεξικό Κριαρά]
απάνθρωπος, επίθ.
  • Που δεν είναι άνθρωπος:
    • την πίστιν ως απάνθρωποι … εφαίνοντο (ενν. οι αιρετικοί) τοις πάσιν (Φυσιολ. (Legr.) 466).

[αρχ. επίθ. απάνθρωπος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απάνθρωπος -η -ο [apánθropos] Ε5 : που δεν ταιριάζει στην ανθρώπινη φύση, κυρίως από ηθική και συναισθηματική άποψη· σκληρός, άγριος, άσπλαχνος: Aπάνθρωπη μεταχείριση / συμπεριφορά. Στάθηκε ~ απέναντί μου. || Aπάνθρωπη δουλειά, πολύ δύσκολη και κουραστική. Είναι απάνθρωπο να δουλεύεις δέκα ώρες την ημέρα. απάνθρωπα ΕΠIΡΡ: Φέρεται ~ στους εργάτες του.

[λόγ. < αρχ. ἀπάνθρωπος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απάνθρωπος1 [apánθropos] ο,
  • ① inhuman or cruel man:
    • σαν το 'πιασε το γεράκι, το 'γδαρε ο ~ ζωντανό (Papatsonis)
  • ② alien or nonhuman being:
    • είναι τόσο μοναχικός που γίνεται σχεδόν ~, καθώς όλοι οι αληθινά απάνθρωποι (Panagiotop)

[substantiv. m of απάνθρωπος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
απάνθρωπος2, -η, -ο [apánθropos]
  • ① inhuman, brutal, barbarous, cruel, ferocious (syn άγριος, σκληρός):
    • ~ διωγμός, κόσμος, νόμος, πόλεμος, περιορισμός |
    • απάνθρωπη εκμετάλλευση, εκτέλεση, πράξη, συμπεριφορά, τιμωρία |
    • απάνθρωπη κοινωνία, τυραννία |
    • απάνθρωπο βασανιστήριο, έγκλημα, καθεστώς, τέρας |
    • ~ και σαδιστής αυτοκράτορας |
    • απάνθρωπη μεταχείριση των ζώων |
    • ο στρατός έφτανε λαχανιαστά, ύστερα από πορείες εξαντλητικές, απάνθρωπες (Terzakis) |
    • η ταυρομαχία δεν είναι ένα σκληρό και απάνθρωπο παιγνίδι (Melas) |
    • poem μικρό παιδάκι, πόμεινε δίχως ψωμί όλη μέρα, | γιατ' είχε σκύλα μητριά και απάνθρωπο πατέρα (Markoras)
  • ⓐ merciless, pitiless (syn ανελέητος, άσπλαχνος):
    • άφησαν τον πληθυσμό απροστάτευτο στο απάνθρωπο μίσος των κατακτητών (ChZalokostas, adapted) |
    • ποιος θα ήταν τόσο ~ ώστε να με καταδικάσει; (Theotokas) |
    • οι απάνθρωποι κριτικοί σπεύδουν πάντα να ειρωνευτούν τα άστρα που δύουν (Athanasiadis-N)
  • ⓑ harsh, inclement, unkind:
    • απάνθρωποι καιροί |
    • απάνθρωπη ερημιά, πολιτεία, φύση |
    • οι αγώνες γίνονταν κάτω από καιρικές συνθήκες απάνθρωπες (Terzakis) |
    • poem κι απ' τις απάνθρωπες κορφές πραγά χυμάει στο ανθρωπολόι (Kazantz Od 14.1404)
  • ② fig unhuman, nonhuman:
    • απάνθρωπη ομορφιά, στέρηση |
    • απάνθρωπο ουρλιαχτό |
    • οι απάνθρωπες διαστάσεις των μεγάλων πόλεων |
    • οι απάνθρωποι ασκητές της Aνατολής |
    • οι θετικές επιστήμες τείνουν να πλάσουν μια γλώσσα έξω από τη φυσική λαλιά του ανθρώπου, μια γλώσσα απάνθρωπη (Kakridis) |
    • το να συλλογιέσαι με την αφή σου είναι συχνά και παράλογο και απάνθρωπο (Panagiotop)
  • ⓒ dehumanizing, degrading:
    • απάνθρωπη, εξευτελιστική φτώχεια |
    • ένα στοιχείο τεχνητό και απάνθρωπο ενυπάρχει στον κομμουνισμό |
    • ο άνθρωπος ως άτομο δεν έχει αξία αυτοτελή (Theotokas, adapted) |
    • ο βιομηχανικός αυτός ~ πολιτισμός μάς έχει αγριέψει το νου (Kazantz)

[fr postmed (Somavera) απάνθρωπος ← MG ← K (also pap), AG]

[Λεξικό Κριαρά]
απανθρωπότης η· απανθρωπότη.
  • Σκληρότητα:
    • (Iστ. Bλαχ. 1735).

[<επίθ. απάνθρωπος + κατάλ. ότης. H λ. τον 4.-5. αι.]

< Προηγούμενο   1 2 3 [4] 5 6 ...15   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες