Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άντε
150 εγγραφές [41 - 50]
[Λεξικό Γεωργακά]
Αντελικό [andelikó] το, (Aντολικό & Aντιλικό) geogr
  • islet and town in the bay of Mesolongi (official name Aιτωλικό) (inhab Aντελικιώτης):
    • το ~ γιορτάζει στις 15 Aυγούστου |
    • τον Γρίβα τον έστειλε εις την Pούμελη και μ' απάτη μπήκε εις τ' Aντελικόν, αφού τον πολέμησαν οι έξω (Makryg) |
    • επήγεν εργάτης στην αλυκή του Aντελικού (Karkavitsas) |
    • folks. σύρε πουλί μ', στ' Aντολικό και κοίταξε τριγύρω |
    • poem το Mισολόγγι στέριωσε, στ' Aντιλικό κρατήσου (Athanas) [fr Aντελικόν ←Aντολικόν ← Aνατολικόν (the east side of the islet was originally called Aνατολικόν); the spelling Aντωλικό by folket w. Aιτωλικόν]. Cf also Aιτωλικό.
[Λεξικό Κριαρά]
αντελινομπροστέλινα τα· εντελιμπροστέλινα· εντελινοπροστέλινα.
  • «Προστερνίδια και περιγλούτια» του αλόγου, δηλ. λουριά που συγκρατούν τη σέλα ή το σαμάρι περνώντας αντίστοιχα μπροστά από το στήθος και στα νώτα κάτω από την ουρά του ζώου:
    • τα εντελινοπροστέλινα και η κεφαλαρέα (Aχιλλ. N 1116).

[<ουσ. *αντελινοποστέλινα τα <ουσ. αντελίνα (7. αι., LBG, <μεσν. λατ. antelina, Du Cange, Lat.) + *ποστελίνα - οπισθελίνα (7. αι., Soph., <μεσν. λατ. postela - postilena· πβ. Du Cange, λ. οπισθέλη) με ανάπτυξη ρ και παρετυμ. προς το επίρρ. εμπροστά (πβ. και εμπροστελίνα)· βλ. Σάρρος (1920) στο Καψωμένος, ΛΔ 3, 1941, 129-31]

[Λεξικό Κριαρά]
αντελλαρία η,
βλ. αρτιλαρία.
[Λεξικό Γεωργακά]
αντελόνικο [andelóniko] το, region. (Cycl,
  • Dodec [Rhodes, Kalymn.], Cypr) a kind of fig ripening in autumn

[etym unknown]

[Λεξικό Γεωργακά]
άντεμα [ándema] το, region. (Epir,
  • Sterea, Thess) harmful influence of evil spirits (syn phr κακό συναπάντημα)

[fr *άντημα (cf έντημα Chios, έdημα Crete), der of αντώ -άς, ModG αντένω, as συναπάντημα fr συναπαντώ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντεμετικό s. αντιεμετικό.
[Λεξικό Γεωργακά]
Άντεν [áden]
  • to, (& Άδεν) geogr Aden:
    • ο κόλπος του ~ |
    • ξεπεράσαμε τον κόρφο του ~ (Bastias) |
    • poem μου 'λεγε πως καπνίζουνε στο Aλγέρι το χασίς | και στο ~ πως χορεύοντας πίνουν την άσπρη σκόνη (NKavvadias)

[fr Aden]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντένα η [anténa] Ο25 : 1.η κεραία του ραδιοφώνου, της τηλεόρασης, του ασύρματου, του ραντάρ. 2. (ναυτ.) γενική ονομασία των οριζόντιων ξύλων από τα οποία κρέμονται τα πανιά ενός ιστιοφόρου πλοίου: ~ της μαΐστρας / του πλωριού παπαφίγκου.

[2: μσν. αντένα < ιταλ. antenna· 1: γαλλ. antenn(e) ]

[Λεξικό Κριαρά]
αντένα η.
  • Kεραία του ιστού πλοίου· το επίκριο:
    • κάτεργ’, αντένες καρφωτές απ’ άνωθεν ως κάτω (Aχέλ. 614).

[<ιταλ. antenna. H λ. στο Bλάχ. (ννα) και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντένα [andéna] η, (sp. also αντέννα)
:
  • ρεσπέτη ~ spare yard |
  • ~ της μαΐστρας mainsail yard, main yard (syn kath κεραία της μεγίστης) |
  • ~ του τρέγου lower yard |
  • ~ του τουρκέτου fore yard (syn kath κεραία του ακατίου) |
  • η ~ στερεωνόταν πάνω στο άλμπουρο |
  • δένω στην ~ to bend a sail |
  • τ' άλμπουρα και οι αντένες σπάζανε σαν ο αέρας φορτσάριζε απότομα ή τρώγονταν σιγά σιγά απ' τις τριβές (Tzamtzis) |
  • οι πάνω αντένες (τα πινά) μπορούσαν να κατέβουν και να καθίσουν στις κάτω χωρίς εμπόδιο (id.) |
  • folks. ν' ανεβαίνει στην ~, | να 'ν' ο νους του μετά μένα (DPetrop) |
  • poem λαούτα παίζουν και βιολιά, σκοινιά κι αντένες | και μες στους κόκκινους αφρούς οι Mανταλένες (Malakasis) |
  • απ' τον κόρφο της πατρίδας κι απ' τις πιο ψηλές αντένες | άυλα κύματα σκορπιούνται στους ελληνικούς αιθέρες (Athanas)
  • ① windmill yard:
    • ο Γλάρος άνοιξε ένα πηγάδι κι απάνω του στερέωσε τις αντένες ενός ανεμόμυλου (Venezis)
  • ② telecommunication, radio, tv aerial, antenna (syn L κεραία):
    • υψηλή ~ roof antenna (syn κεραία στέγης) |
    • βλέπεις αντένες και φουγάρα στην κορυφή των κτιρίων |
    • ~ εκπομπής τηλεοράσεως television transmitting aerial |
    • καθένας ακούει ό,τι μπορούν να πιάσουν οι αντένες του (Thrylos)
  • ③ entom. antenna, feeler:
    • μερμήγκια ψάχνουνται με τις αντένες τους (Kazantz)
  • ④ fig feeler, receptive capability:
    • όποιοι δεν έχουν αντένες για να συλλάβουν τέτοια ρεύματα ακούν μόνο την τυμπανοκρουσία ενός λόγου με ένα περιεχόμενο γι' αυτούς ασύλληπτο (Tsatsos)

[fr αντένα (16th c.) ← MG (Kriaras' Lex) ← Ven antena, It antenna; the Gr pronunciation andὐna reappears in the Turk form andὐna]

< Προηγούμενο   1... 3 4 [5] 6 7 ...15   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες