Παράλληλη αναζήτηση
| 168 εγγραφές [61 - 70] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθολόγημα [anθolóyima] το, (L)
- ① gathering of flowers
- ② fig excerpting, excerption (syn ανθολόγηση):
- αν ήταν για τον εαυτό του, μόνο σε ~ δε θα 'φτανε κυνηγώντας τ' όνειρό του· μα είναι για τους άλλους (RApostolidis)
- ⓐ passage excerpted, excerpt:
- εκλεκτά ανθολογήματα |
- προσπάθειά μας ήταν να δοθούν ανθολογήματα από περισσότερα κατά το δυνατόν έργα του κάθε πεζογράφου (ChKyprianou)
[der of ανθολογώ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθολογημένος, -η, -ο [anθoloyiménos] (L)
- excerpted, anthologized:
- ανθολογημένο έργο |
- ανθολογημένο ποιητικό, πεζογραφικό υλικό |
- αυτά και μόνο αρκούν για να φανεί το μέγεθος της δυσκολίας του τολμήματός μας που μπερδεύεται περισσότερο για όσους μελετητές αποτολμήσουν να συγκρίνουν τις ανθολογημένες φωνές με βάση το χώρο που καλύπτουν (Apostolatos) |
- οι λαμπρές αποδόσεις προσεχτικά ανθολογημένων μουσικών έργων εδημιουργούσαν χώρους μαγείας (Panagiotop)
[ppp of ανθολογώ]
- excerpted, anthologized:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανθολόγηση η [anθolójisi] Ο33 : η διαδικασία της επιλογής πεζών ή ποιητικών κειμένων ή των καλύτερων κομματιών από αυτά, με σκοπό τη συγκρότηση συλλογής, ανθολογίας.
[λόγ. ανθολογη- (ανθολογώ) -σις > -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθολόγηση [anθolóyisi] η, (L)
- excerpting, excerption (syn ανθολόγημα 2a):
- παλαιότερες ανθολογήσεις |
- είναι δίκαιο να κριθεί αυτή η πρώτη ~ του νεοελληνικού ρητορικού λόγου με κάποιαν επιείκεια (Tsatsos) |
- ο κόσμος γνώριζε τον M. από μερικές ανθολογήσεις κι από μερικά ισχνά επιμνημόσυνα, ευκαιριακά δημοσιεύματα (Valetas) |
- πρέπει να δοθεί και στο διήγημα ο απαραίτητος για πρώτη του ~ χώρος (Athanas, adapted) |
- η ~ σταματούσε προ μιας εικοσαετίας, αφήνοντας έτσι απέξω πολύ άξιο ανθολογήσεως υλικό της νεώτερής μας ποίησης (RApostolidis)
[der of ανθολογώ]
- excerpting, excerption (syn ανθολόγημα 2a):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθολογήσιμος, -η, -ο [anθoloyísimos] (L)
- to be excerpted, excerptible, worthy of excerption:
- τα έκρινε εκ των υστέρων ανθολογήσιμα |
- είναι πολλοί οι λόγοι που κάνουν κάποτε τον ανθολόγο, μόλο που κρίνει κάτι ανθολογήσιμο, ν' αναβάλλει την ανθολόγησή του (RApostolidis)
[der of ανθολογώ w. suff -σιμος]
- to be excerpted, excerptible, worthy of excerption:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανθολογία η [anθolojía] Ο25 : η συλλογή ποιητικών ή πεζών κειμένων (ή και αποσπασμάτων), με κάποια κριτήρια (ποιότητα, αντιπροσωπευτικότητα κ.ά.): ~ νεοελληνικής / αφρικανικής ποίησης. Παγκόσμια ~ πεζογραφίας. α. Aνθολογία, βιβλίο με ανάλογο περιεχόμενο: ~ Παλατινή / Πλανούδη. β. κάθε συλλογή με παρόμοιο υλικό: Mουσική / κινηματογραφική ~.
[λόγ. < ελνστ. ἀνθολογία `μάζεμα λουλουδιών΄ σημδ. νλατ. anthologia (< ελνστ. ἀνθολογία, κατά τη σημ. της λ. ανθολόγιον)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθολογία [anθoloyía] η, (L)
- anthology, florilegium (syn ανθολόγιο):
- ~ διηγημάτων, ποιημάτων |
- κάνει ανθολογίες του έργου του |
- μου είχε γυρέψει να της δανείσω μιαν ~ (Xenop) |
- οι ανθολογίες απευθύνονται είτε στους πολύ βιαστικούς είτε και σε κείνους, που ποθούν, παράλληλα στ' ακέρια έργα, να κατέχουν και μια συναγωγή εξαιρετικά αποσπάσματα, για την άμεση χρήση τους (Panagiotop) |
- ο Π. ίσως κινδυνεύσει να μείνει τελικά ένας συγγραφέας ανθολογίας και σπουδαστηρίου (Chatzinis) |
- η σημαντικότερη πράξη του ήταν η έκδοση της ανθολογίας του αγγλικών τραγουδιών και σονέτων των τελευταίων δεκαετιών (Kanellop) |
- μνημονεύει σκέψεις και γνώμες που είχαν εκλαϊκευθεί ή από την παράδοση ή από ανθολογίες που είχαν συνταχθεί για σχολική χρήση (Stasinop)
[fr kath ανθολογία ← K ἀνθολογία 'gathering of flowers', der of ἀνθολόγος]
- anthology, florilegium (syn ανθολόγιο):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθολογικός, -ή, -ό [anθoloyikós] (L)
- of an anthology, anthological:
- ανθολογική μορφή |
- ανθολογικό έργο |
- έγινε αυτή η ανθολογία με κριτήρια τελείως ανεξάρτητα από κάθε πολιτική, ιδεολογία, θέσεις, σκοπιμότητες όποιου είδους έξω απ' το καθαρό ανθολογικό της χρέος (RApostolidis)
[der of ανθολόγος]
- of an anthology, anthological:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανθολόγιο το [anθolójio] Ο42 : 1.η ανθολογία: ~ επιγραμμάτων / Στοβαίου. 2. εκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει συνοπτικά τις ακολουθίες των γιορτών όλου του έτους.
[λόγ. < ελνστ. ἀνθολόγιον `συλλογή λουλουδιών΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθολόγιο [anθolóyio] το, (L)
- anthology, florilegium (syn ανθολογία):
- ~ ελληνικής ποίησης, εκκλησιαστικής μουσικής |
- ο τόμος αυτός περιλαμβάνει ένα χρησιμότατο ~ κειμένων σχετικών με την εικονομαχία |
- συντετμημένο βιβλίο είναι και το ~ ή η ανθολογία που περιέχει εκλογή της ασματικής ακολουθίας των μηνών και του τριωδίου και της πεντηκοστής (LPolitis)
[fr kath ανθολόγιον ← LK, der of ἀνθολόγος]
- anthology, florilegium (syn ανθολογία):



