Παράλληλη αναζήτηση
110 εγγραφές [91 - 100] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμμουδόψαρο [amu∂ópsaro] το,
- ① ichth fish of the sandy seabottom
- ② fig sailor doing work on land (ant θαλασσομάχος):
- καμάρι τους θα το 'χαν όλα τα βαπόρια να τους πάρουνε δοκιμασμένους με το πανί ίσαμε την άκρια της γης, θαλασσομάχους κι όχι αμμουδόψαρα (Vlami)
[cpd w. ψάρι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμμούσα [amúsa] η, region. (Epir,
- IonIsl, Sterea etc) (& αμμούτσα) region. (Eub, Crete, Kyth, Peloponn, Sterea etc) sandy land (syn αμμόγη):
- τ' αμπέλια είναι αμμούτσα
[fr AG ἀμμοῦσα (contr fr αμμόεσσα), which as pl-n ἐν τFῆ θέσει τῶν Aμμουσ(σ)ῶν (1262); αμμούτσα perh blend of αμμούττα + αμμούσα or interference of ModG suff -ούτσα]
- IonIsl, Sterea etc) (& αμμούτσα) region. (Eub, Crete, Kyth, Peloponn, Sterea etc) sandy land (syn αμμόγη):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμμοφάγος, -oς, -ο [amofáγos] med
- eating sand
[cpd w. -φάγος; cf βορβορο-, γαιο-, θαμνο-, ξυλο-, ποο- (χορτο-) -φάγος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμμόφιλος1 [amófilos] ο, αμμόφιλη [amófili] η, αμμόφιλο [amófilo] το, biol
- living in sand, ammophilous:
- ο Eγγλέζος είναι σαν τους αμμόφιλους, τις σφήκες, που για να παραλύσουν τον οχτρό τους πρέπει να 'ρθουν μαζί του σε άμεση σφιχτή επαφή (Kazantz)
[cpd w. φίλος]
- living in sand, ammophilous:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμμόφιλος2, -η, -ο [amófilos] biol
- living in sand, ammophilous
[cpd w. φίλος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμμόφυτο [amófito] το, bot
- any of various plants of the family Caryophyllaceae, esp
- ⓐ sandwort, a plant of the genus Arenaria (syn αρεναρία)
- ⓑ sand spurry, Spergularia rubra (syn μελιγόνι)
[cpd w. φυτόν]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμμοχαλίκι [amoxalíci] το,
- pebble:
- poem και ξάφνου ακούστη μέγα μουγκρητό, τ' αμμοχαλίκια ετρίξαν (Kazantz Od 15.249)
[cpd w. χαλίκι ← ByzG χαλίκιν cf αμμοχάλικο]
- pebble:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμμοχάλικο το [amoxáliko] Ο41 : μείγμα από άμμο και χαλίκι, κυρίως για οικοδομική χρήση.
[αμμο- + χαλίκ(ι) -ο]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμμοχάλικο [amoxáliko] το,
- sand and gravel, coarse sand, gravel sand, aggregate:
- λεπτό ~ sandy gravel, grit |
- χοντρό ~ ballast |
- δρόμος στρωμένος με ~ (Varelas) |
- το φρεάτιο σκεπάστηκε με αρκετά παχύ στρώμα από ~ και μικρά όστρακα (Bakalakis) |
- poem είναι τα μάτια μου που λαμπυρίζουν στ' αμμοχάλικα, | είναι το φως μου αυτό που σέρνεται στα νερολίθαρα (Spalas)
[cpd of άμμος & χαλίκι]
- sand and gravel, coarse sand, gravel sand, aggregate:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμμοχαλικόστρωτος, -η, -ο [amoxalikóstrotos]
- covered or strewn w. sand and gravel:
- ~ δρόμος gravel road
[cpd of αμμοχάλικο & στρωτός; cf also αμμόστρωτος]
- covered or strewn w. sand and gravel: