Παράλληλη αναζήτηση
| 8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άμετρο [ámetro] το, (L)
- lack of measure, excess (syn in αμετρία 2):
- το ~, το ψεύτικο και το συμβατικό είναι τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το μυθιστόρημα αυτό (Sachinis) |
- πάει να μειώσει και να αφαιρέσει την σημασία του άμετρου και του υπερβολικού (id.) |
- το ~, το γυμνό, το τραχύ είναι σκεπασμένο από ένα σωρό στολίδια, μαζεμένα από παντού (Tsatsos) |
- μιαν αρετή μέτρου που θαυμαστά συγχωνεύει εντός της και το ~, προσθέτοντάς του τη συνειδητότητα και την ευλύγιστην ισορροπία των μερών (id.)
[fr PatrG τe ἄμετρον, substantiv. n of ἄμετρος]
- lack of measure, excess (syn in αμετρία 2):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμετροέπεια η [ametroépia] Ο27 : έλλειψη μέτρου στα λόγια από άποψη ποσοτική (πρβ. φλυαρία) ή ποιοτική (πρβ. μεγαλορρημοσύνη).
[λόγ. < ελνστ. ἀμετροεπ(ία) μεταπλ. -εια με βάση το επίθ. αμετροεπής αναλ. προς άλλα ζευγάρια επίθ. - αφηρ. ουσ.: ευπειθής - ευπείθεια]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμετροέπεια [ametroépia] η, (L)
- lack of measure in speaking, incontinence of speech (or of tongue), loquaciousness (syn ακράτεια της γλώσσης, απεραντολογία, πολυλογία, φλυαρία):
- επεστράτευσε τη δικηγορική του ~ φανατικά για το τσαλαπάτημα του αντιδίκου (Palam) |
- στο γράμμα μου έκλεισα μέσα στην αμετροέπειά μου και μερικά λόγια βγαλμένα από τα άδυτα των αδύτων της καρδιάς και του νου μου (id.) |
- οι γλωσσικές συζητήσεις είναι κενολογίες και αμετροέπειες (Panagiotop) |
- οι αρχαιολόγοι δεν του συγχωρούν μερικές νεανικές αμετροέπειες, ίσως όχι άδικες (Papatsonis) |
- και στη γλώσσα και στη θρησκεία θόλωσε τα νερά μέσα σε μια πολυδαίδαλη εγκυκλοπαιδική ~ (ZLorentzatos)
[der of αμετροεπής; cf K ἀμετροεπία 'garrulity']
- lack of measure in speaking, incontinence of speech (or of tongue), loquaciousness (syn ακράτεια της γλώσσης, απεραντολογία, πολυλογία, φλυαρία):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμετροεπής -ής -ές [ametroepís] Ε10 : που τον χαρακτηρίζει η αμετροέπεια, η έλλειψη μέτρου στα λόγια.
[λόγ. < αρχ. ἀμετροεπής]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμετροεπής, -ής, -ές [ametroepís] (L)
- incontinent of speech, loquacious (syn απεραντολόγος, φλύαρος, ant λιγόλογος, λακωνικός, μετρημένος στα λόγια του):
- το Bλάση Γαβριηλίδη, αμετροεπή και γεμάτον ενθουσιασμούς κριτικό της νεοελληνικής ζωής (Panagiotop) |
- επιστρέφει (sc ο Mωρέας) όχι ενθουσιώδης πανηγυριστής και ~ λογοκόπος, αλλά "μονήρης" και "στοχαστικός" (id.) |
- δεν θα θεωρηθώ ~, αν εκφράσω την ταπεινή μου γνώμη ότι ο Σεπτέμβριος του 1964 θα αποτελέσει μιαν αξιομνημόνευτη σελίδα της εκπαιδευτικής μας ιστορίας (Papanoutsos)
[fr AG ἀμετροεπής 'unbridled of tongue']
- incontinent of speech, loquacious (syn απεραντολόγος, φλύαρος, ant λιγόλογος, λακωνικός, μετρημένος στα λόγια του):
[Λεξικό Κριαρά]
- άμετρος, επίθ.
-
- 1) (Προκ. για πράγμα) που δε μπορεί να μετρηθεί, να υπολογιστεί:
- το σκότος τ’ άμετρον (Aπόκοπ. 452).
- 2) (Προκ. για πρόσωπο) υπερβολικός, που υπερβάλλει (σε κάποιο συναίσθημα ή σε μια ιδιότητα):
- συ εγένου λυπηρός και άμετρος της λύπης (Aπολλών. 210).
- 3) (Προκ. για πρόσωπο) που δε μετρά τα λόγια του, ασύνετος, απερίσκεπτος, επιπόλαιος:
- (Kυπρ. ερωτ. 274).
[αρχ. επίθ. άμετρος. H λ. και σήμ.]
- 1) (Προκ. για πράγμα) που δε μπορεί να μετρηθεί, να υπολογιστεί:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άμετρος -η -ο [ámetros] Ε5 : 1.(λαϊκότρ.) που είναι πολυάριθμος ή άφθονος. 2. (λογοτ.) που είναι πολύ έντονος: Άμετρη χαρά / θλίψη / φιλοδοξία.
[1: αρχ. ἄμετρος· 2: λόγ. < αρχ. ἄμετρος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άμετρος, -η, -ο [ámetros]
- ① liter measureless, immeasurable, immense, excessive:
- gnom Mάης άβροχος (or άβρεχος), μούστος ~ |
- άμετρη αφθονία |
- άμετρη αξία measureless value |
- άμετρη αγάπη, άμετρη καλοσύνη |
- άμετρη συγνώμη |
- άμετρη γαλήνη |
- άμετρη θλίψη, άμετρη λύπη |
- ~ πόνος, ~ θρήνος |
- άμετρο πένθος |
- άμετρο πλήθος αστεριών (αστέρων) |
- άμετρο λογάρι |
- ~ πλούτος, άμετρα πλούτη |
- άμετρο βιος |
- άμετρη χώρα |
- άμετρη δύναμη |
- άμετρη φαντασία |
- το άμετρο κακό |
- έγινε τότε φόνος ~ |
- ~ κόπος, e.g. κάνανε κόπον άμετρο (Petsalis) |
- άμετρη σιγή |
- άμετρα βάθη, ~ βυθός |
- άμετρη σκληρότητα |
- άμετρη απόλαυση |
- άμετρη εκτίμηση |
- άμετρη πνευματική έξαρση |
- άμετρη ιδεολογική αδιαλλαξία |
- ~ σωβινισμός |
- άμετρη δόξα |
- ~ συναισθηματισμός |
- άμετρη αυτοπεποίθηση |
- άμετρη πίστη |
- άμετρη αισιοδοξία (απαισιοδοξία) |
- ~ παραλογισμός |
- ~ φόβος |
- ~ ενθουσιασμός |
- άμετρη ψευδομετριοφροσύνη |
- ~ εγωισμός |
- άμετρη υπερηφάνεια, άμετρη υπεροψία |
- άμετρη φιλοδοξία |
- είχανε φόβον άμετρο |
- συμβιβάζει τον άμετρο υποκειμενισμό του με τα δεδομένα της επιστήμης (Chatzinis) |
- poem ένα καράβι μοναχό τ' άμετρο χάος περνώντας (Markoras) |
- το θάνατό μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύση (Karyotakis) |
- κ' ετοιμαστείτε γρήγορα στο μυστικό πιστρόφι | του Θεού που σας επρόσμενεν απ' άμετρο καιρό (Sikel)
- ② innumerable, countless (syn αμέτρητος 1b):
- ~ αριθμός |
- ~ λαός |
- άμετρες γυναίκες |
- άμετροι εχθροί |
- άμετρα κοπάδια |
- άμετρα χέρια |
- άμετρες ώρες |
- τ' άμετρα σπίτια |
- άμετρα κυπαρίσσια |
- άμετρα ρόδα |
- άμετρες φάμπρικες |
- άμετρες ψυχές |
- άμετρες καρδιές, άμετρες φωνές |
- άμετροι αγώνες |
- τ' άμετρα αγαθά του |
- άμετρα χρόνια |
- άμετρα γρόσια |
- άμετρες λαχτάρες |
- άμετρα συναισθήματα, άμετρες συναισθηματικές εκρήξεις |
- poem άμετρους ήχους πόκαναν αρμονικό έναν ήχο (Markoras) |
- σα νύφ' η γη πùχει άμετρα άνθη προίκα (Mavilis)
- ③ fig without measure, without an element of harmony & beauty:
- ~ χαρακτήρας χτιρίου (Karouzos) |
- ό,τι είναι άμετρο, ασύμμετρο, αόριστο (Chatzidakis) |
- έργα ακατανόητα, άμετρα, δυσαρμονικά (Michelis) |
- στη μορφή της σύγχρονης τέχνης οργιάζουν μόνον ρυθμοί συγκεκομμένοι, διαφωνικές αρμονίες και άμετρα μέτρα (id.)
- ④ poet. unmetrical (ant έμμετρος):
- ~ στίχος unmetrical line, e.g. ο Φτωχοπρόδρομος έφτιανε στίχους άμετρους (Psichari) |
- άμετρο χωρίο
[fr MG άμετρος ← K, PatrG ἄμετρος ← AG]
- ① liter measureless, immeasurable, immense, excessive:



