Παράλληλη αναζήτηση
| 327 εγγραφές [311 - 320] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμαχεύομαι,
- βλ. μαχεύομαι.
- αμαχευτιός ο.
-
- Eνεχυροδανειστής:
- (Aσσίζ. 6427).
[<αμαχεύω]
- Eνεχυροδανειστής:
- αμαχεύω· αμαχεύγω· ’μαχεύγω· ’μαχεύω.
-
- 1) Δίνω κ. ως ενέχυρο, υποθηκεύω:
- όταν δεν έχει ο ζαριστής, τα ρούχα του ’μαχεύγει (Σαχλ. N 123).
- 2) Kάνω κατάσχεση κάποιου πράγματος:
- (Σουμμ., Pεμπελ. 171).
[<ουσ. αμάχιν + κατάλ. ‑εύω. O τ. ‑εύγω στο Meursius (‑ειν). H λ. πιθ. τον 7. αι. (LBG)· απ. στο Meursius και σήμ. ιδιωμ., καθώς και οι τ. της]
- 1) Δίνω κ. ως ενέχυρο, υποθηκεύω:
- αμαχεύω1 [ama évo] aor αμάχεψα, region. (IonIsl,
- Peloponn, Kyth, Dodec etc) pawn (syn in αμανατιάζω):
- αμάχεψε πολλά πράματα
[fr MG αμαχεύω, der of MG αμάχιν]
- Peloponn, Kyth, Dodec etc) pawn (syn in αμανατιάζω):
- αμαχεύω2 [ama évo] mi αμαχεύομαι, aor αμάχεψα
- ① act. cause enmity, feuds etc (among people) (syn βάζω σε αμάχη, s. αμάχη)
- ⓐ ~κ. become inimical, to hate:
- folks. μ' αμάχεψε η αγάπη μου, πώς να τα ξαναφτιάσω;
- ② mi αμαχεύομαι become s.o.'s enemy, hate s.o. (syn εχθρεύομαι, μισώ)
[der of αμάχη; αμαχεύομαι after syn εχθρεύομαι]
- αμάχη η [amáxi] Ο30α : (λαϊκότρ., λογοτ.) 1α. έχθρα, μίσος: Tου έχει / βαστάει / κρατάει ~. β. καβγάς, φιλονικία: Γυρεύει ~. Γίνεται ~. Όσο κρατάει η ~. 2. (σπάν.) μάχη ή πόλεμος.
[μσν. αμάχη < αρχ. μάχη με ανάπτ. προτακτ. α- 3 από συμπροφ. με το άρθρο και ανασυλλ. [mia-ma > miama > mi-ama] ]
- αμάχη η,
- βλ. μάχη.
- αμάχη [amá i] η, D & lit
- aversion, conflict, clash, feud, animosity, enmity (syn απέχθεια L, έχθρα, μαλώματα, τσακώματα, διχόνοια, διαμάχη L, ant αγάπη, αρμονικές σχέσεις):
- η ~ των δύο οικογενειών |
- ~ της ζωής |
- Θεού ~ |
- σκληρή ~ |
- κακές αμάχες |
- η ~ ανάμεσά τους |
- αρχινάω την ~ |
- πιάνω ~ με κ. or κτ |
- πιάσανε την ~ ανάμεσά τους |
- θα μου στήσουν την ~ |
- μου κρατεί (κρατάει) ~ |
- μας έχουν ~ |
- δεν έχω καμιά ~ με τον τάδε |
- μη συμπαίνεις την ~ |
- ζούνε σε ~ δεινή |
- κοίτα που μας έφερε η ~! |
- το λέω (τ' ομολογώ) χωρίς ~ |
- prov όπου πολλή αγάπη, εκεί και πολλή ~ or η πολλή αγάπη φέρνει και πολλή ~ or πολλή αγάπη, πολλή ~ |
- κ' η ~ δίκιο πρέπει να 'χει |
- καθένας έχει με τον πόνο του κρυφή μιλιά κι ~ (Vlachogiannis) |
- τον έφερνε σε τέτοιαν ~ να τα χαλάσει με το Xούμο (Psichari) |
- ο σκύλος έστηνε ~ με τ' άλλα σκυλιά τ' αλαργινά (Myriv) |
- είναι κατακόρυφοι και στις αγάπες τους και στις αμάχες τους (Panagiotop) |
- ο Δίας δε βάσταξε πολύ την ~ (id.) |
- κι ας βρίσκεται πάντα σε δεινήν ~ μαζί μας η πιο ωμή πραγματικότητα! (id.) |
- ξέρει την ~ που κρατά χρόνια αναμεταξύ της φαμελιάς μου και του σπιτιού του Παναγή (Bastias) |
- η παράδοση, η πρωτοπορεία και η ~ ανάμεσά τους (Karantonis) |
- folks. ως και τα παραθύρια σου ~ μου κρατούνε (Theros) |
- poem και κλαίει αμάχες και σκλαβιές και συφορές και ολέθρους (Palam) |
- μα φωτοδότρα του άστρου σου, απάνου από καημούς και αμάχες | να η Πόλη που σου φάνταξε (id.) |
- όσα ξεσπάζαν πριν παράταιρα κι αλάργα πολεμούσαν, | στα φωτοστήθια σου τ' αδέρφωσες κι όλες οι αμάχες σμίξαν (Kazantz Od 14.1112) |
- συνερισιά δε σου κρατώ, δε σου βαστάω ~ (Gryparis) |
- λες πανηγύρι γίνεται, λες γάμος, λες ~! (Athanas) |
- ... ο κόσμος σου | που κλεις σαν τρωικιά είν' ~ (Skipis) |
- τούτο δεν είναι πόλεμος, τούτο δεν είναι ~ (Ritsos)
[fr μάχη w. prosthetic α- prob w. interference of syn αγώνας (cf απάλε fr πάλη) & more prob of near-ant αγάπη, which is used in prov (s. above); s. also entries μάχη & μάχητα]
- aversion, conflict, clash, feud, animosity, enmity (syn απέχθεια L, έχθρα, μαλώματα, τσακώματα, διχόνοια, διαμάχη L, ant αγάπη, αρμονικές σχέσεις):
- αμαχητί [amaxití] επίρρ. : (λόγ.) 1. χωρίς μάχη ή πόλεμο: H πόλη / το φρούριο / η χώρα παραδόθηκε ~. 2. (μτφ.) χωρίς αντίσταση: Δεν της αρέσει να παραδίνεται ~.
[λόγ. < αρχ. ἀμαχητί]
- αμαχητί [ama ití] adv (L)
- without fighting, without striking a blow, without a struggle:
- υπεχώρησε ~ |
- η φρουρά του Πηλούσιου παρεδόθη σχεδόν ~ στον Oκτάβιο (Roussos) |
- πάρθηκε ~ το διάσελο (Terzakis) |
- οι γυναίκες οργάνωσαν συλλαλητήριο για να παραδοθεί η πόλις ~ (id.) |
- να μην τον εκτοπίσουν ~ τα σαχλόπαιδα (id.) |
- τρεχάτε να θαυμάστε πώς μας βατεύουν παραδομένους ~ (Lamprou) |
- το δράμα, αν υπάρχει, υπάρχει στο ότι ηττάται ~ (Athanasiadis-N)
[fr AG ἀμαχητί]
- without fighting, without striking a blow, without a struggle:



