Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άλλη
242 εγγραφές [31 - 40]
[Λεξικό Γεωργακά]
αλληλέγγυος, -α, -ο [aliléŋɟios] (L)
  • ① jointly liable (before the law), of joint and several liability (syn υπόλογος ο ένας για τον άλλο):
    • γινόμαστε αλληλέγγυοι we join together in liability |
    • αλληλέγγυα υποχρέωση (L ~ υποχρέωσις) obligation binding on the parties |
    • αλληλέγγυα ενοχή joint and several liability |
    • αλληλέγγυοι χρεοφειλέτες joint and several debtors |
    • οι ομόρρυθμοι εταίροι είναι νόμω αλληλέγγυοι |
    • για την πληρωμή των ποσών αυτών κηρύσσονται αλληλέγγυοι οι "μεταλλευταί, τα εις το μεταλλείον προσηρτημένα χωρία και οι ραγιάδες" (Vacalop) |
    • είναι συνεταιρισμένος κι ~ με την κοινωνία και με την Kυβέρνηση (Theotokas)
  • ② reciprocally dependent, identifying oneself w. s.o.:
    • είμαι or γίνομαι ~ με κ. |
    • ήταν ~ με τους ανθρώπους, δάσκαλος, συνεργάτης και φίλος |
    • είμαστε αλληλέγγυοι με τους συναδέλφους |
    • νοιώθουμε αλληλέγγυοι με την πόλη ολόκληρη |
    • τρεις πιστοί μαθητές του Kαΐρη δικάστηκαν και καταδικάστηκαν μαζί του, αλληλέγγυοι με το δάσκαλο |
    • τα αντιπολιτευόμενα κόμματα κηρύχθηκαν αλληλέγγυα |
    • τάσσομαι ~ με τον ταγματάρχη μου κ. Mαλεβά (LAkritas) |
    • σ' αυτό οι πολιτικοί ηγέτες πρέπει να βρίσκωνται αδιάσπαστα αλληλέγγυοι (Christidis EΣ) |
    • προϋποθέσεις αλληλένδετες και αλληλέγγυες |
    • ποίηση και ποιητική είναι ομόρριζες και αλληλέγγυες λειτουργίες |
    • αποδείχνει (sc ο Aϊνστάιν) πόσο αλληλέγγυες έγιναν οι μαθητικές και οι φυσικές επιστήμες (Panagiotop) |
    • τα μέλη μιας οικογένειας ή μιας φυλής είναι αλληλέγγυα, σφιχτά ενωμένα, αποτελούν ένα αυτότελο, ενιαίο οργανισμό (Kazantz) |
    • κανείς δε δέχτηκε να κηρυχθεί ~ με το καθεστώς και να γίνη κράχτης του (Seferis) |
    • η επιτροπή είχε φανή αλληλέγγυα με την ιδέα του Θεού και επομένως έπρεπε να ακολουθήση την τύχη της (Theotokas) |
    • αισθάνεται ~ και συνυπεύθυνος με όλους τους ανθρώπους της οικουμένης (Papanoutsos) |
    • το ηθικό πρόβλημα είναι αλληλέγγυο με όλα τα μεγάλα μεταφυσικά και γνωσιολογικά προβλήματα (id.) |
    • θα βρης πλάι μου ανθρώπους που έχουν ... το πάθος να είναι άνθρωποι ολόκληροι, αυτόνομοι, υπερήφανοι, αλληλέγγυοι με τους συνανθρώπους των (Tsatsos) |
    • poem αλληλέγγυα στάθηκαν τα σπίτια | και μικρά και τετράγωνα (Elytis)

[fr ByzG αλληλέγγυος 'jointly liable' ← K]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλληλεγγυότητα [alileŋɟiótita] η, (& L αλληλεγγυότης)
  • solidarity (syn in αλληλέγγυο το):
    • οι ανακρίσεις ευνοούν κατά κανόνα τους ισχυρούς και διέπονται από την απαρασάλευτη αρχή της αλληλεγγυότητος κι αλληλοπροστασίας της μανδαρινικής κάστας (Kolyva)

[der of αλληλέγγυος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλληλεκτίμηση η [alilektímisi] & αλληλοεκτίμηση η [aliloektímisi] Ο33 : αμοιβαία εκτίμηση.

[λόγ. αλληλ(ο)-, αλληλο- + εκτίμη(σις) -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλληλεμπλοκή s. αλληλοεμπλοκή.
[Λεξικό Γεωργακά]
αλληλένδετα [alilén∂eta] adv
  • in mutual connection and dependence, interconnectedly, interdependently

[der of αλληλένδετος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλληλένδετο [alilén∂eto] το,
  • close connection, interlinking, interrelationship, interdependence (syn αμοιβαίος σύνδεσμος, αμοιβαία σχέση, αμοιβαία εξάρτηση):
    • το ~ των ζητημάτων |
    • το ~ των εννοιών της ελευθερίας και της ηθικότητας |
    • δεν υπάρχει έννοια χωρίς κρίση και αντιστρόφως κρίση χωρίς έννοια· δείχνουν αυτά το ~ των δυο τύπων (Tatakis)

[substantiv. n of αλληλένδετος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλληλένδετος -η -ο [alilénδetos] Ε5 : για κτ. που συνδέεται αμοιβαία με κτ. άλλο, που βρίσκεται σε σχέση αλληλεξάρτησης: Tο γλωσσικό ζήτημα ήταν αλληλένδετο με τους κοινωνικούς αγώνες της εποχής του. Tα σημερινά γεγονότα είναι αλληλένδετα με όσα προηγήθηκαν. Tο δικό του συμφέρον είναι αλληλένδετο με το συμφέρον της επιχείρησης. αλληλένδετα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἀλληλένδετος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλληλένδετος, -η, -ο [alilén∂etos]
  • bound together, interconnected, interlinked, interrelated, closely interwoven, entwined, shared in common (syn άμεσα or στενά συνδεδεμένος, near-syn αλληλεξάρτητος):
    • αλληλένδετα ζητήματα |
    • οι δουλειές μας είναι αλληλένδετες |
    • αλληλένδετα γεγονότα interconnected facts |
    • αλληλένδετα συστήματα closely interwoven systems |
    • οι παγκόσμιες υποθέσεις είναι αλληλένδετες world affairs are interrelated |
    • η υπόθεση αυτή είναι αλληλένδετη με τη δική μου |
    • αλληλένδετα συμφέροντα interests in common |
    • τα συμφέροντά μου είναι αλληλένδετα με τα δικά του my interests are entwined w. his |
    • δυο παράλληλες αιτίες και αλληλένδετες |
    • έννοιες αλληλένδετες, e.g. ιστορία και πνευματικός πολιτισμός είναι έννοιες αλληλένδετες (Papanoutsos); μέσα στην έννοια της αυτονομίας συναντώνται η ηθικότητα και η ελευθερία, δύο αλληλένδετες έννοιες (id.); πρακτικό πνεύμα κι αγραμματοσύνη δεν είναι έννοιες αναγκαστικά αλληλένδετες (Terzakis) |
    • ιδιότητες αλληλένδετες |
    • αλληλένδετα προβλήματα |
    • ένα σύνολο από αλληλένδετα μέρη |
    • οι εθνικοί πολιτισμοί είναι αλληλένδετοι |
    • η Eλλάδα, ένα μικρό γεωγραφικό τμήμα, αλλ' αλληλένδετο με όλα τα άλλα της γης |
    • περιεχόμενο και τεχνική είναι αλληλένδετα |
    • ψυχή και σώμα είναι αλληλένδετα |
    • όλα τα φαινόμενα της ζωής είναι αλληλένδετα (Athanasiadis-N) |
    • η δημιουργία κεφαλαιαγοράς είναι αλληλένδετη με τη συναλλαγματική ελευθερία, επειδή θα προσελκύση τα κεφάλαια από το εξωτερικό (PSolomos) |
    • σκέψη και γλώσσα είναι δύο αλληλένδετες και αλληλεξάρτητες οντότητες, δύο όψεις για ένα και το ίδιο πράγμα, το λόγο (Vasileiou) |
    • αργοπερνάει η ζωή μου η εξωτερική· αλλά τα εξωτερικά μας και τα εσωτερικά μας είναι αλληλένδετα (Palam) |
    • σ' ένα καλλιτεχνικό έργο περιεχόμενο και μορφή ανάβρυσαν ταυτόχρονα από μια έμπνευση ... και είναι γι' αυτό αλληλένδετα και αξεχώριστα (Stavrou) |
    • ο Πλάτων το ηθικό πρόβλημα το είδε σαν αλληλένδετο με κάποια γενικότερα προβλήματα μεταφυσικά και γνωσιολογικά (Papanoutsos) |
    • για την κοινή συνείδηση το θέμα του Θεού είναι αλληλένδετο με τις έννοιες της ζωής και του θανάτου (id.) |
    • η παραστατική και η δημιουργική φαντασία είναι αλληλένδετες και συμπληρώνουν η μια την άλλη στο καλλιτεχνικό έργο (Mourelos) |
    • η ευθύνη είναι αλληλένδετη με την έννοια του αυτεξούσιου (Terzakis) |
    • ό,τι μια φορά έγινε είναι ακόμα μέσα μας κ' εμείς μέσα σ' εκείνο· αλληλένδετα και τα δύο και αχώριστα |
    • η ύπαρξή μας και ό,τι προϋπήρξε (Floros) |
    • το θέμα της μουσικής στο αρχαίο δράμα και το θέμα της ερμηνείας του ή αναβιώσεώς του είναι αλληλένδετα και αλληλεξάρτητα (Giatras) |
    • θεωρούμε την κατήφεια και πλήξη ως αλληλένδετες με τη ζωή της επαρχίας (Ouranis)

[fr PatrG, ByzG ἀλληλένδετος 'joined together, intertwined']

[Λεξικό Γεωργακά]
αλληλενέργεια [alilenéryia] η, (L)
  • mutual influence (syn in αλληλεπενέργεια):
    • μεταξύ των δύο στοιχείων υπάρχει μια αλληλεξάρτηση, μια ~, ένας διάλογος (Tsatsos) |
    • υπάρχει ~ ανάμεσα στον λόγο και στην σκέψη (Dimaras) |
    • (στη Δαμασκό) το τζαμί των Oμμεϋδών εκφράζει τη διαδοχή και την ~ των πολιτισμών της Συρίας (Theotokas)

[neol, cpd w. ενέργεια; cf αλληλεπενέργεια]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλληλεξαρτημένος s. αλληλοεξαρτημένος.
< Προηγούμενο   1 2 3 [4] 5 6 ...25   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες