Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άλλη
242 εγγραφές [21 - 30]
[Λεξικό Γεωργακά]
αλληλαπάγονται s. αλληλοαπάγονται.
[Λεξικό Γεωργακά]
αλληλαπαγωγή s. αλληλοαπαγωγή.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλληλασφάλεια η [alilasfália] Ο27 : (οικον.) αμοιβαία ασφάλιση με την οποία οι ασφαλιζόμενοι είναι ταυτόχρονα ασφαλιστές μεταξύ τους, έτσι ώστε με το κοινό ταμείο συνδρομής να περιορίζονται πιθανές ζημιές.

[λόγ. αλληλ(ο)- + ασφάλεια μτφρδ. αγγλ. mutual insurance]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλληλασφάλεια [alilasfália] η, (L)
  • mutual insurance of two or more persons, whereby each is beneficiary of the other(s):
    • ~ των εφοπλιστών |
    • κοινωνική ~

[cpd w. ασφάλεια]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλληλασφαλιστικός -ή -ό [alilasfalistikós] Ε1 : που έχει σχέση με την αλληλασφάλεια: ~ οργανισμός.

[λόγ. αλληλασφαλισ- (αλληλασφαλίζω < αλληλασφάλ(εια) -ίζω) -τικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλληλέγγυα [aliléŋɟia] adv
  • in joint liability, jointly:
    • είναι αστικά και ~ υπεύθυνοι να επανορθώσουν εντελώς κάθε ζημιά (Christidis EΣ) |
    • η σωτηρία έρχεται όχι από το Mεσσία παρά από την πράξη κάθε ατόμου χωριστά κι ~ όλης της ράτσας (Kazantz) |
    • συμφωνούμε και ενώνουμε τους εαυτούς μας επίσημα και ~ ενώπιον του Θεού και αλλήλων (transl fr English by Kanellop)

[der of αλληλέγγυος; cf ByzG 'by mutual pledge' & kath αλληλεγγύως]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλληλεγγύη η [alilengíi] Ο30 : το ηθικό καθήκον της αλληλοβοήθειας, της υποχρέωσης που έχουν τα μέλη μιας ομάδας να υποστηρίζονται και να ενισχύονται αμοιβαία: Ο συνδικαλισμός στηρίζεται στην επαγγελματική ~. Aπεργούν σε ένδειξη αλληλεγγύης προς τους συναδέλφους τους που διώκονται. || (επέκτ.) συμπαράσταση: Ο λαός έδειξε την ~ του στους πρόσφυγες.

[λόγ. < ελνστ. ἀλληλεγγύη `αμοιβαία εγγύηση΄ σημδ. γαλλ. solidarité]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλληλεγγύη [alileŋɟíi] η, (L)
  • mutual guarantee (of support and aid), solidarity, goodwill:
    • συναδελφική or επαγγελματική ~ esprit de corps |
    • από ~ in sympathy w. |
    • σε ~ με το κίνημα in solidarity w. the people's movement |
    • ~ ανάμεσα στους ανθρώπους |
    • κοινωνική ~ |
    • οικογενειακή ~ |
    • εθνική ~ |
    • ~ των λαών |
    • παράδειγμα ανθρώπινης αλληλεγγύης |
    • όλα δικά σας τα θέλετε, δεν έχετε πνεύμα αλληλεγγύης; (Iatridi) |
    • οι γυναίκες έχουν ένα είδος αλληλεγγύης, συνδέονται από ένα πνεύμα συναδελφότητος (Kontogiannis) |
    • δημιουργήθηκε η διεθνής ~ του κεφαλαίου και η διεθνής ~ της εργατιάς (Tsatsos) |
    • οι Σταυροφορίες αποτελούν μιαν απαρχή της αλληλεγγύης των Eυρωπαίων (Evelpidis) |
    • θεωρείται στερημένος από αισθήματα αλληλεγγύης (Papanoutsos) |
    • ο συγγραφέας πρέπει να αισθάνεται ~ με το λαό του, να πάσχη μ' αυτόν (Theotokas) |
    • μοιάζαμε να έχουμε απόλυτη ~ με τα φασιστικά καθεστώτα (Seferis)

[fr ByzG ← K ἀλληλεγγύη]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλληλέγγυο [aliléŋɟio] το, (L)
  • solidarity (syn αλληλεγγύη, αλληλεγγυότητα):
    • το ~ των αντιπάλων της κυβερνήσεως

[fr MG το αλληλέγγυον 'mutual pledge' substantiv. n of αλληλέγγυος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλληλέγγυος -α -ο [aliléngios] Ε6 : 1.που δείχνει αλληλεγγύη σε κπ., που είναι πρόθυμος να συμπαρασταθεί: Όλα τα εργατικά σωματεία τάσσονται αλληλέγγυα προς τους απολυμένους συναδέλφους τους. Είμαστε αλληλέγγυοι προς τους δοκιμαζόμενους αδελφούς μας. 2. (νομ.) που συνδέεται με κπ. ή με κάποιους με αμοιβαία ευθύνη ή υποχρέωση: ~ χρεώστης. Οι οφειλέτες είναι αλληλέγγυοι, όταν ενέχονται στο ίδιο αδίκημα. || Aλληλέγγυα ευθύνη, που έχουν αλληλέγγυα πρόσωπα. αλληλέγγυα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἀλληλέγγυος]

< Προηγούμενο   1 2 [3] 4 5 ...25   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες