Παράλληλη αναζήτηση
242 εγγραφές [231 - 240] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλληλόχρεος -η -ο [alilóxreos] Ε5 : (νομ.) που συνδέεται με κπ. με αμοιβαία δέσμευση χρέους ή υποχρέωσης.
[λόγ. αλληλο- + χρέ(ος) -ος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλληλόχρεος, -η, -ο [alilóxreos] (L)
- bound by mutual obligation, mutually indebted:
- ~ λογαριασμός mutual current account between two merchants for a set time period (syn ανοιχτός or τρεχούμενος λογαριασμός) |
- το υπόλοιπο αλληλόχρεου λογαριασμού (Christidis AK) |
- αν υπάρχη ~ λογαριασμός μεταξύ προσώπων, που το ένα τους τουλάχιστον είναι έμπορος, από τη μέρα που ο λογαριασμός αυτός κλείστηκε το υπόλοιπο φέρνει αυτοδικαίως τόκο (ib)
[fr K ἀλληλόχρεος]
- bound by mutual obligation, mutually indebted:
[Λεξικό Κριαρά]
- αλλήλω, επίρρ.,
- βλ. αλλήλως.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλλήλων [alílon] αντων. αιτ. αλλήλους : (λόγ.) δηλώνει αλληλοπάθεια: Aγαπάτε αλλήλους, ο ένας τον άλλον. (απαρχ. έκφρ.) ~ τα βάρη βαστάζετε, να βοηθάτε ο ένας τον άλλον.
[λόγ. < αρχ. ἀλλήλων, ἀλλήλους]
[Λεξικό Κριαρά]
- αλλήλων, αντων.
-
- Έκφρ. απ’ αλλήλων = αμοιβαία:
- (Διγ. Άνδρ. 3955).
[αρχ. αντων. αλλήλων]
- Έκφρ. απ’ αλλήλων = αμοιβαία:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλήλων s. αλλήλους.
[Λεξικό Κριαρά]
- αλλήλως, επίρρ.· αλλήλω.
-
- 1) Aμοιβαία, με τρόπο που να υπάρχει θετική ή αρνητική σχέση του ενός προσώπου με το άλλο ή τα άλλα, με τρόπο που να δημιουργείται ανταλλαγή αισθημάτων, υποχρεώσεων, κλπ. από πρόσωπο σε πρόσωπο:
- ατοί τους γαρ και μοναχοί αλλήλως επαινούνται (Xρον. Mορ. H 770)·
- αλλήλως τους εμάχονταν (Aχέλ. 1527)·
- αλλήλως τως σ’ άμετρη αγάπην ήσα (Πανώρ. Πρόλ. 26)·
- αλλήλω μας κι εμείς αθιβολή μιλούμε (Στάθ. Β´ 124).
- 2) Mόνοι τους:
- αλλήλως γαρ χειροτονούν τον Πατριάρχην που έχουν (Xρον. Mορ. H 815).
- 3) Όλοι μαζί (είτε πρόκειται για δύο ή περισσότερους):
- (Κατζ. Γ´ 106)·
- ως αδελφοί να ζήσομεν αλλήλως (Xρον. Mορ. H 8516).
[<αντων. αλλήλων. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Aμοιβαία, με τρόπο που να υπάρχει θετική ή αρνητική σχέση του ενός προσώπου με το άλλο ή τα άλλα, με τρόπο που να δημιουργείται ανταλλαγή αισθημάτων, υποχρεώσεων, κλπ. από πρόσωπο σε πρόσωπο:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλήλως [alílos] adv, region. (Crete,
- Rhodos etc) also αλλήλους (Kerkyra etc) to one another, mutually (syn αμοιβαία, μεταξύ μας,:
- εφαγώθηκαν ~ των |
- χτυπώντας αλλήλους τους τους βαριούς κλώνους
[fr MG αλλήλως beside forms αλλήλους & αλλήλων; αλλήλως is a blend of αλλήλων + αλλήλους of reciprocal pron.]
- Rhodos etc) also αλλήλους (Kerkyra etc) to one another, mutually (syn αμοιβαία, μεταξύ μας,:
[Λεξικό Κριαρά]
- αλλημεριά η.
-
- Ξεχωριστή μέρα, γιορτή:
- πήγαινε τες αλλημεριές, κυνήγα απατός σου (Φαλιέρ., Λόγ. 218).
[<επίθ. άλλος + ουσ. ημέρα (Πηδώνια, Ελλην. 25, 1972, 205-7)]
- Ξεχωριστή μέρα, γιορτή:
[Λεξικό Κριαρά]
- αλληνάλλως, επίρρ.
-
- Mε διάφορους τρόπους, με κάθε τρόπο:
- πάσχειν αλληνάλλως (Γλυκά, Στ. 570).
[<μτγν. επίθ. αλλήναλλος. H λ. τον 4.-5. αι. (Lampe)]
- Mε διάφορους τρόπους, με κάθε τρόπο: