Παράλληλη αναζήτηση
| 117 εγγραφές [41 - 50] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλαντίαση [alandíasi] η, (L) med
- food poisoning fr tainted sausage, botulism
[der of ἀλλᾶς (gen -ᾶντος) w. suff -ίασις]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλαντικά [alandiká] τα, (L)
- cured meat and sausages (syn in αλλάντες):
- τ' ~ κρεμασμένα με φροντίδα καλλιτεχνική, τα ψάρια απλωμένα κατά χρώματα (Loukatos) |
- τα χοιρομέρια και τα ζαμπόν και τα ~ γέμιζαν τις αποθήκες (Karantonis)
[der of αλλάντες w. suff -ικόν, pl -ικά]
- cured meat and sausages (syn in αλλάντες):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλλαντικό το [alandikó] Ο38 (συνήθ. πληθ.) : προϊόντα από ψιλοκομμένο κρέας ή από πολτό κρέατος με διάφορα καρυκεύματα και συντηρητικές ουσίες, μέσα σε έντερο ή σε κύστη, όπως σαλάμια, λουκάνικα κτλ.
[λόγ. άλλαντ(α) -ικό, ουδ. του -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλλαντοποιείο το [alandopiío] Ο39 : εργοστάσιο ή εργαστήριο όπου παρασκευάζονται αλλαντικά.
[λόγ. άλλαντ(α) -ο- + -ποιείον]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλαντοποιείο [alandopiío] το, (L)
- sausage shop; sausage factory (syn in αλλαντοποιία 2)
[cpd w. ποιείον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλλαντοποιία η [alandopiía] Ο25 : α.η τέχνη της παρασκευής αλλαντικών. β. βιομηχανία ή βιοτεχνία αλλαντικών.
[λόγ. άλλαντ(α) -ο- + -ποιία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλαντοποιία [alandopiía] η, (L)
- ① trade of the sausage maker, pork-butcher's trade
- ② sausage industry (syn L βιομηχανία αλλάντων):
- εργοστάσιο αλλαντοποιίας sausage factory (syn L αλλαντοποιείο)
[der of αλλαντοποιός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλλαντοποιός ο [alandopiós] Ο17 : αυτός που παρασκευάζει αλλαντικά.
[λόγ. < ελνστ. ἀλλαντοποιός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλαντοποιός [alandopiós] ο, (L)
- sausage-maker, either owner of or worker in a sausage factory (syn βιομήχανος or εργάτης αλλαντοποιίας)
[fr MG ← K ἀλλαντοποιός 'sausage-maker']
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλλαντοπωλείο το [alandopolío] Ο39 : κατάστημα όπου πουλιούνται αλλαντικά.
[λόγ. αλλαντοπώλ(ης) -είον]



