Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άκρο
262 εγγραφές [21 - 30]
[Λεξικό Γεωργακά]
ακροαστικά [akroastiká] ta, med
  • auscultatory symptoms heard on a patient by sounding, murmurs (i.e. breath-sounds, heart-sounds etc):
    • η κοπέλα παρουσιάζει ~ (Terzakis)

[substantiv. fr ακροαστικά φαινόμενα; s. ακροαστικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακροαστικός -ή -ό [akroastikós] Ε1 : (ιατρ.) α. (για σημεία του σώματος) κατάλληλος για ακρόαση: Aκροαστική εστία, το σημείο της κοιλιάς όπου οι παλμοί του εμβρύου έχουν τη μεγαλύτερη ένταση. β. που γίνεται με ακρόαση ή που προκύπτει από αυτήν: Aκροαστική εξέταση / διάγνωση. || (ως ουσ.) τα ακροαστικά, ευρήματα ενδεικτικά πάθησης που επισημαίνονται με την ακρόαση.

[λόγ. ακρόασ(ις)β -τικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακροαστικός, -ή, -ό [akroastikós]
  • ① listening:
    • milit ακροαστικό φυλάκιο listening post
  • ② physiol, med auscultatory:
    • ακροαστική διάγνωση auscultatory diagnosis |
    • ακροαστικά φαινόμενα = ακροαστικά (s. preced) |
    • ακροαστική εστία the spot on the mother's abdomen where the vibrations of the embryo have their major intensity

[der of *ακροαστός: ακροάζομαι; cf dial αφουκραστικός etc]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακροατήριο το [akroatírio] Ο40 : το σύνολο των προσώπων που παρακολουθούν και ακούν μια ομιλία, μια συναυλία κτλ.· οι ακροατές: Tο ~ χειροκρότησε τον ομιλητή. Kάποιος από το ~ θέλησε να διακόψει τον ομιλητή. || (νομ.) διαδικασία στο ~, την οποία μπορούν να την παρακολουθήσουν ακροατές.

[λόγ. < ελνστ. ἀκροατήριον]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακροατήριο [akroatírio] το, gen ακροατηρίου
  • ① assembly of listeners, audience (syn ακροατές, σύναξη or συνάθροιση ακροατών):
    • μίλησε σε πολύ ~ |
    • το πυκνό ~ εχειροκρότησε (καταχειροκρότησε) τον ομιλητή |
    • ο καλός ομιλητής έχει πάντοτε ~ |
    • τα θρανία τ' αφήσαμε για το ~ (Xenop) |
    • τ'ακροατήρια γελούσανε με την καρδιά τους (Melas) |
    • το ~ πλήθαινε ολοένα γύρω (Myriv)
  • ⓐ public (syn κοινό):
    • το αθηναϊκό ~ |
    • ούτε πιστεύομε πως η αντικειμενικότητα της τέχνης εξαρτάται από οποιοδήποτε ~ (Tsatsos) |
    • όποιος είναι λογοτέχνης δεν κολακεύει του μεγάλου ακροατηρίου τις αθλιότητες (id.)
  • ② law place of court sessions, court room:
    • δίκη or συζήτηση επ' ακροατηρίου (L) court trial held publicly w. free access to the public at large |
    • η υπόθεση παρεπέμθη (L) στο ~ |
    • αδίκημα που διεπράχθη στο ~ |
    • στο ~ στοιβαγμένο το πλήθος, πυκνό (Palam) |
    • πάντα βιάζουνται οι δικαστικοί να φέρουν στο ~ μια υπόθεση που κάνει εντύπωση (Xenop)

[fr K, PatrG ἀκροατήριον, der of ἀκροῶμαι w. suff -τήριον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακροατής ο [akroatís] Ο7 θηλ. ακροάτρια [akroátria] Ο27 : α.αυτός που ακούει και παρακολουθεί ένα δημόσιο ακρόαμα (ομιλία, συναυλία κτλ.): Οι ακροατές μιας διάλεξης / μιας συναυλίας, το ακροατήριο. Οι ακροατές του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης. β. (σε αντιδιαστολή προς τον κανονικό μαθητή, φοιτητή κτλ.) αυτός που απλώς παρακολουθεί μια σειρά μαθημάτων, χωρίς να έχει άλλες υποχρεώσεις ή δικαιώματα: Γράφτηκε στο πανεπιστήμιο ως ~.

[λόγ. < αρχ. ἀκροατής· λόγ. ακροα(τής) -τρια]

[Λεξικό Κριαρά]
ακροατής ο.
  • Διαιτητής, κριτής:
    • εις τας αναμεταξίας αυτών ακροατήν (Διάτ. Κυπρ. 50315).

[αρχ. ουσ. ακροατής. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακροατής [akroatís] ο,
  • ① one following by ear listening matter such as a play, a musical performance, a lecture, auditor, hearer, listener, watcher, member of the audience:
    • οι ακροατές (& L ακροαταί) audience |
    • είχε φανατικούς ακροατές |
    • και οι ακροαταί - να μη μπαίνη κανένας μέσα (sc στη Συνέλεψη) (Makryg) |
    • μετά μια θερμή απαγγελία, που μου 'κανε την παραχώρηση να είμαι ο μόνος ~ ..., της είπα κλ (Melas) |
    • είναι πιθανό όλοι οι ακροαταί να μην κατανοούσαν το βαθύτερο νόημά του (Thrylos) |
    • έχοντας κοντά του τρεις ή τέσσερεις ακροατές, τους έλεγε πολλά (Voutyras) |
    • ο Πάλλα Στρότσι ... έγινε ~ των μαθημάτων του (Kanellop)
  • ② educ not regularly registered student or specifically not enrolled for one course of instruction, auditor (ant τακτικός μαθητής or κανονικός σπουδαστής):
    • παρακολουθώ τα μαθήματα ως ~ |
    • στα μαθήματα του τάδε καθηγητή γίνονται δεκτοί και ακροαταί

[fr MG ακροατής ← K, PatrG ← AG]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακροάτρια [akroátria] η,
  • female listener:
    • θα διαισθάνονταν ίσως όσοι τον άκουγαν, ιδιαίτερα μάλιστα οι ψυχές των ακροατριών του, κάτι απ' όσα ο συμβολικός πέπλος των στίχων του ζητούσε να κρύψη (Kanellop)

[f of ακροατής; cf θεατής: AG θεάτρια, συνθεάτρια, μαθητής: K, ModG μαθήτρια, φοιτητής: φοιτήτρια, σπουδαστής: σπουδάστρια]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακρόβαθρο [akróvaθro] το,
  • abutment (of bridge).
< Προηγούμενο   1 2 [3] 4 5 ...27   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες