Παράλληλη αναζήτηση
| 262 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακροάζομαι [akroázome] aor ακροάσθηκα & ακροάστηκα, subj ακροασθώ & ακροαστώ
- (L, in part also D)
- ① follow by ear, listen, hear, absolutely or w. dir obj (syn ακούω 5, ακούω με προσοχή, ακρουμάζομαι 1, L ακροώμαι):
- ακροάστηκα σιωπηλός |
- ακροάζεται κατά την κάμαρα του αρρώστου στυλώνοντας του κορμιού το κίνημα (Pasagiannis) |
- ακροαζότανε το φωνογράφο or τα όργανα |
- ακροάζονταν φωνές χαρούμενες |
- ακροάζεται ταχτικά τον ιεροκήρυκα |
- φίλησε τα χέρια των δεσποτάδων και στάθηκε ν' ακροασθή τον αγιασμό (Melas) |
- δεν κατόρθωσε ν' ακροασθή (ο δημοτικισμός) την απειροδύναμη πλαστικότητα, την ελεύθερη λιτότητα και τέλος την πυκνότητα της λαϊκής γλώσσας και οπλισμένος μ' αυτά τα στοιχεία ν' ανεβή εις το ύψος του ιδανικού (Theodorakop) |
- το χρέος των πνευματικών ανθρώπων είναι, αφού ακροασθούν τους ρυθμούς της παρουσίας εκείνης, να υψωθούν ακόμα πέρα κ' εκεί να στήσουν τα έργα τους (id.) |
- πρέπει να ακροασθούμε το αίσθημα του υψηλού που μας μεταδίδει (η βυζαντινή τέχνη) (Michelis) |
- poem ... τότε ακροάζεται καθαρότατα | με άκρα ευφροσύνη του ο μοναχικός δεητής | τα κροταλίσματα των κάδων στους αρμούς των (Papatsonis) |
- τους μύριους ήχους του νερού ακροάστηκες (Zevgoli)
- ⓐ med examine s.o. by listening to the chest etc, test by auscultation, auscultate (syn ακροώμαι 1b, εξετάζω με ακρόαση):
- θα σας ακροασθώ |
- με ακροάστηκε ο γιατρός the doctor sounded my chest |
- ο γιατρός ακροάστηκε την καρδιά και τους πνεύμονες
- ② grant an audience to s.o. (syn ακροώμαι 3, ορίζω or δίνω ακρόαση):
- ο υπουργός θα με ακροασθή (syn θα μου δώση ακρόαση, θα με δεχτή σε ακρόαση)
[fr MG ακροάζομαι fr AG ἀκροῶμαι on the basis of the latter's aor ἠκροάσθην, cf ἀφακράζομαι (ἀφοκροῦμαι, ἀφοκράζομαι, ἀφηκράζομαι, ἀφηκροῦμαι etc ← ἀπακράζομαι: ἀπακρῶμαι ← ἐπακροῶμαι]
- ① follow by ear, listen, hear, absolutely or w. dir obj (syn ακούω 5, ακούω με προσοχή, ακρουμάζομαι 1, L ακροώμαι):
- ακρόαμα το [akróama] Ο49 : ό,τι ακούει κανείς ιδίως με ευχαρίστηση, όπως τραγούδι, μουσική, απαγγελία κτλ.: Δημόσια θεάματα και ακροάματα. H καλή ποίηση δε λειτουργεί μόνο ως ανάγνωσμα αλλά και ως ~. Kοινό που προτιμάει το ~ από το ανάγνωσμα.
[λόγ. < αρχ. ἀκρόαμα]
- ακρόαμα [akróama] το, (L)
- what one listens to, piece spoken or sung, listening matter, spoken word, sound:
- ~ του ραδιοφώνου |
- θέαμα κι ~ |
- διαβάσματα και ακροάματα |
- μουσικό ~ |
- έδωσε με το έργο αυτό ένα εκλεκτής ποιότητας και περιεχομένου ~ |
- ένα κοινό που προτιμάει το ~ |
- ο λόγος αυτός του Aριστοτέλους ακούεται ωσάν απόφωνο από τα ακροάματά του μέσα στην Aκαδημία και ταιριάζει πιο πολύ στον Πλάτωνα (Theodorakop) |
- μέσα στην ποιητική ηδονή υπάρχει κτ σαν όραμα μουσικό και σαν οπτικό ~ (Papanoutsos) |
- καλλιτεχνικά αμαλγάματα, όπου ο ποιητικός λόγος γίνεται και μουσικό ~ (id.) |
- η πάλη μεταξύ δυο πνευμάτων άξιζε να γίνη δημόσιο θέαμα ή μάλλον ~ (Kanellop)
[fr AG, K, PatrG ἀκρόαμα]
- what one listens to, piece spoken or sung, listening matter, spoken word, sound:
- ακροαματικός -ή -ό [akroamatikós] Ε1 : α.που είναι κατάλληλος ή προορισμένος να ακούγεται: ~ λόγος. Οι ακροαματικοί στίχοι της υμνογραφίας. β. που γίνεται μπροστά σε ακροατήριο: Aκροαματική διδασκαλία. H ακροαματική διαδικασία μιας δίκης. γ. που αναφέρεται στο ακρόαμα: Tο πρόγραμμα του ραδιοφώνου πρέπει να παίρνει υπόψη του όλες τις ακροαματικές προτιμήσεις.
[λόγ. < ελνστ. ἀκροαματικός (β: σημδ. γαλλ. με βάση τα audition, audience)]
- ακροαματικός, -ή, -ό [akroamatikós] (L)
- designed for hearing, fitting to being heard, performed orally and listened to, auditory:
- law ακροαματική διαδικασία hearing of a case, the pleadings |
- ακροαματική μορφή διδασκαλίας |
- παθητική ακροαματική μέθοδος της διδασκαλίας (Delmouzos) |
- ~ λόγος (Loucatos) |
- ακροαματικοί στίχοι του θεάτρου, των επών και της υμνογραφίας (id.) |
- (ετόνισα την τάση του εθνικού ραδιοφώνου) να κολακεύη ... τις ακροαματικές προτιμήσεις ορισμένου κύκλου ανθρώπων (Papanoutsos)
[fr K ἀκροαματικός]
- designed for hearing, fitting to being heard, performed orally and listened to, auditory:
- ακροαματικότητα η [akroamatikótita] Ο28 : ο αριθμός ή το ποσοστό των ακροατών (και θεατών) μιας ραδιοφωνικής ή τηλεοπτικής εκπομπής: H εκπομπή είναι πρώτη στον πίνακα ακροαματικότητας.
[λόγ. ακροαματικ(ός)γ -ότης > -ότητα]
- ακροανοιγμένος, -η, -ο [akroaniγménos] s. ακράνοιχτος
- :
- poem κ' ένα βοσκόπουλο ξανθό | ωσάν ακροανοιγμένο κρίνο | σιμώνει το Σαούλ γλυκό (Skipis) |
- που η πεταλούδα η χνουδωτή τής παρθενιάς γλυκά | στ' ακροανοιγμένο των χειλιών μπουμπούκι γελασμένη | θά \ρτη να πάρη το άρωμα της παιδικής πνοής (Krinaios)
[cpd of ακρο- w. ppp ανοιγμένος]
- ακρόαση η [akróasi] Ο33 : η ενέργεια του ακροάζομαι ή του ακούω. α. η υποδοχή ενός προσώπου με κάποια αιτήματα από κπ. που κατέχει μια (υψηλή) θέση, ύστερα από αίτηση και σε προκαθορισμένο χρόνο: Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δέχτηκε σε ~ τους εκπροσώπους των μηχανικών. Zητώ ~ από ένα πρόσωπο που έχει μια υψηλή θέση. ΦΡ ούτε φωνή ούτε ~, γι΄ αυτόν που δε δίνει καμιά σημασία, απάντηση σε ένα αίτημα, παράκληση κτλ., ή γι΄ αυτόν από τον οποίο δεν έχουμε καμιά είδηση, πληροφορία. β. (ιατρ.) διαγνωστική μέθοδος που στηρίζεται στη μελέτη των φυσιολογι κών και παθολογικών ήχων που παράγονται στη θωρακική κοιλότητα, στην κοιλιά ή σε άλλα σημεία του σώματος.
[λόγ. < αρχ. ἀκρόα(σις) `προσεκτικό άκουσμα, διάλεξη΄ -ση, σημδ.: α: γαλλ. audience· β: γαλλ. auscu lation]
- ακρόαση [akróasi] η, gen ακρόασης & L ακροάσεως, pl ακροάσεις, gen ακροάσεων
- ① attentive following by ear, listening:
- ~ και ανάγνωση |
- μουσική ~ |
- χρειάζονται και έργα ... νοητά στην ανάγνωση ή την ~ (Dimaras) |
- ο (σύλλογος) Παρνασσός, νεανικός τότε, δίνει πρόθυμη ~ σε διάφορα κείμενά του (sc του Λασκαράτου) (id.) |
- βυθισμένοι στην ανάγνωση, στη θέα ή στην ~ (Papanoutsos)
- ⓐ thing listened to, recitation, lecture:
- οδηγήθηκε από φίλους του ν' ακούση τους τότε φημισμένους φιλοσόφους της Aλεξανδρείας. Aπό τις ακροάσεις όμως αυτές απογοητεύθηκε πολύ (Theodorakop)
- ② heed, attention:
- phr δίνω ~ pay attention, heed |
- του τα είπα, αλλά δε μου 'δωκε ~ he didn't pay any attention |
- (μίλησε αλλά) δεν τόδωσε κανένας ακρόασιν (Makryg) |
- άρχισαν ... να μη δίνουν ~ στα παρακάλια του παιδιού (Panagiotop) |
- | phr ούτε φωνή ούτε ~ no attention was paid to s.o. 's words, requests, or complaints, one hasn't heard from s.o. at all, no reply whatsoever was given, not a sign (fr OT ουκ ην φωνή και ουκ ην ακρόασις) |
- ο άντρας της την είχε απαρατήσει κ' έμενε χρόνια τώρα στη Bλαχιά κι ούτε φωνή ούτε ~ (Xenop) |
- από τότε ουδέ γραφή είχε στείλει ουδέ ~ (Bastias)
- ③ wireless listening in, monitoring (syn παρακολούθηση):
- σταθμός ακροάσεως (L) listening station |
- ~ ασυρμάτου watch
- ④ law hearing:
- ~ των μαρτύρων hearing, examination of the witnesses
- ⑤ med examination by ear or w. a stethoscope, listening to the sounds within the body, auscultation, sounding:
- επίκρουση και ~ |
- η ιατρική προχωρούσε με την επίκρουση και την ~ (Panagiotop)
- ⑥ audition, voice trial (syn ακουστική δοκιμή):
- μουσική ~ της τραγουδίστριας
- ⑦ hearing, audience, levee (syn συνέντευξη [μ' επίσημο πρόσωπο]):
- δίνω or παραχωρώ ~ give a hearing |
- ζητώ ~ request an audience |
- ημέρα ακροάσεων |
- ο πρόεδρος δέχεται σε ~ the president holds a levee |
- εζήτησα ~ από το διοικητή, τον υπουργό |
- ο πρόεδρος της δημοκρατίας θα δεχτή το βουλευτή σε ~ |
- επήγα κατευθείαν στο πρωθυπουργικό γραφείο και ζήτησα ~ για ζήτημα επείγον (Melas) |
- η βασίλισσα κάλεσε τον Tζων Nοξ σε ~ (Kanellop) |
- ο δόγης και τα μέλη του ανωτάτου συμβουλίου της Serenissima παραχωρούσαν ακροάσεις στους ξένους πρέσβεις (id.) |
- του είχε γυρέψει ~ για να ρωτήση τι γίνεται ο άντρας της (Roufos) |
- με ζάλιζαν και μ' εξαντλούσαν οι ατέλειωτες ακροάσεις (Travlantonis)
[fr K, PatrG ἀκρόασις ← AG]
- ① attentive following by ear, listening:
- ακροαστής ο.
-
- Aκροατής:
- τον διαβαστήν και ακροαστήν να μην τον παροχλύνω (Συναξ. γυν. 136).
[<αόρ. του αρχ. ακροώμαι ή ακροάζομαι + κατάλ. ‑τής. Η λ. το 10. αι. (LBG)]
- Aκροατής:



