Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άζωστος
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
άζωστος, -η, -ο [ázostos]
  • ① ungirt, without a belt (ant ζωσμένος):
    • άζωστο φόρεμα |
    • ο ιερέας φοράει χιτώνα άζωστο με κοντή χειρίδα (SKarouzou) |
    • ιερέας με ποδήρη άζωστο χιτώνα (id.) |
    • φορεί πέπλο και μακρύ άζωστο απόπτυγμα (id.) |
    • (η Δήμητρα κατενώπιο) με άζωστο πέπλο (id.)
  • ⓐ not girded on (syn ξέζωστος):
    • άζωστο είχε ακόμη το σπαθί
  • ② not divided into sections by a rope barrier, not roped off:
    • άζωστη εκκλησιά

[fr AG ἄζωστος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες