Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: άγρευση
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άγρευση η [áγrefsi] Ο33 : (λόγ.) επίμονη αναζήτηση, επιδίωξη.

[λόγ. < ελνστ. ἄγρευ(σις) `σύλληψη΄ -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
άγρευση [áγrefsi] η, (L)
  • catching (syn άγρα 1):
    • χρειάζεται ηρωικό καρτέρι για να στεφθή το κυνήγι με την ~ του ασύλληπτου (Papatsonis)

[fr ἄγρευσις· εHρεσις Hesych., der of ἀγρεύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go