Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: άγημα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άγημα το [ájima] Ο49 : μικρό στρατιωτικό τμήμα που προορίζεται για την εκτέλεση μιας πολεμικής ή ειρηνικής ειδικής υπηρεσίας: ~ σμηνιτών / πεζοναυτών. Aποβατικό / τιμητικό ~. Ένα τιμητικό ~ συνοδεύει την περιφορά του Επιταφίου. ~ αλεξιπτωτιστών, αεράγημα.

[λόγ. < αρχ. ἄγημα]

[Λεξικό Γεωργακά]
άγημα [áyima] το, (L)
  • corps, party:
    • ~ σμηνιτών (e.g. to render honors) |
    • ~ πεζοναυτών force of marines |
    • ναυτικό ~ beach party |
    • το ναυτικό ~ συνοδεύει τη λιτανεία |
    • αποβατικό ~ landing force |
    • τα αγήματα (του στόλου) με θυελλώδη επίθεση συντρίβουν την αντίσταση της φρουράς (Vacalop) |
    • οι νησιώτες... έχουν ν' αντιμετωπίσουν... την εκ περισσού φορολογία του βενετικού στόλου, τις καταπιέσεις των αγημάτων του κλ (id.).
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go