Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ψαρά
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψαραγορά η [psaraγorá] Ο24 : χώρος (δρόμος, κτλ.) όπου είναι συγκεντρωμένα καταστήματα που πουλούν ψάρια· ιχθυαγορά, ψαράδικα: Kατέβηκε στην ~ να βρει φρέσκο και φτηνό ψάρι. Tι ώρα κλείνει η ~;

[ψαρ(ο)- 1 + αγορά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψαράδικος -η -ο [psaráδikos] Ε5 : 1.που ανήκει ή που αναφέρεται στους ψαράδες, που χρησιμοποιείται από αυτούς: Ψαράδικη βάρκα, ψαρόβαρ κα, ψαροπούλα. Ψαράδικη καλύβα. Ψαράδικο χωριό. Ψαράδικο καπέλο. 2. (ως ουσ.) το ψαράδικο: α. (προφ.) το κατάστημα του ψαρά· ιχθυοπωλείο. || (πληθ.) τα ψαράδικα, ψαραγορά, ιχθυαγορά. β. κάθε είδους αλιευτικό σκάφος, μικρό ή μεγάλο· (πρβ. ψαροκάικο, ψαρόβαρκα, ψαροπούλα, γρι γρι, τράτα, ανεμότρατα). γ. παντελόνι, συνήθ. γυναικείο, που φτάνει ως το γόνατο.

[μσν. ψαράδικος < ψαραδ- (ψαράς) -ικος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψαραίνω [psaréno] Ρ7.4α : παίρνω ψαρί χρώμα: Οι κρόταφοί του άρχισαν να ψαραίνουν.

[ψαρ(ός) -αίνω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψαράς ο [psarás] Ο1 : 1.αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με το ψάρεμα· αλιέας: Οι ψαράδες άπλωναν τα δίχτυα τους στην προκυμαία. Οι φτωχοί ψαράδες που ακολούθησαν το Xριστό. || ερασιτέχνης ψαράς. 2. αυτός που πουλά ψάρια και άλλα θαλασσινά είδη· ιχθυοπώλης: Πλανόδιος ~. Ο ~ της γειτονιάς μας.

[μσν. οψαράς < οψάρ(ι) -άς με αποβ. του αρχικού άτ. φων. κατά το οψάρι > ψάρι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες