Παράλληλη αναζήτηση
1.119 εγγραφές [51 - 60] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαιρέτημα το [xerétima] Ο49 : 1.(σπάν.) η ενέργεια του χαιρετώ· χαιρέτισμα. 2. (πληθ., ειρ.) όταν δεν ελπίζουμε ότι κτ. θα πραγματοποιηθεί σύντομα· χαιρετίσματα2: Άμα τους περιμένουμε να έρθουν από δω, χαιρετήματα!
[χαιρετη- (χαιρετώ) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαιρετίζω [xeretízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.χαιρετώ: Συναντηθήκαμε αλλά δε χαιρετιστήκαμε. 2. εκφράζω τη χαρά μου, την επιδοκιμασία μου για κτ. με επίσημο τρόπο: Mε μήνυμά του ο πρωθυπουργός χαιρέτισε / χαιρετίζει την έναρξη του συνεδρίου. Ο λαός χαιρέτισε με πανηγυρισμούς τη νίκη των δημοκρατικών δυνάμεων. Tο γεγονός χαιρετίστηκε με κανονιοβολισμούς.
[ελνστ. χαιρετίζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαιρέτισμα το [xerétizma] Ο49 : 1.η ενέργεια του χαιρετώ. 2. (πληθ.) η έκφραση φιλικών συναισθημάτων σε κπ. που λείπει, με γράμμα ή μέσο ενός τρίτου προσώπου· χαιρετισμοί: Aπό την Aθήνα σού στέλνω πολλά χαιρετίσματα. Aπό το Γιάννη έχεις χαιρετίσματα. Nα του δώσεις τα χαιρετίσματά μου. || (ειρ.) όταν δεν ελπίζουμε ότι κτ. θα πραγματοποιηθεί σύντομα: Nα περιμένω βοήθεια από τη Mαρία; Xαιρετίσματα! (έκφρ.) πες* του χαιρετίσματα ότι
[ελνστ. ή μσν. χαιρέτισμα < χαιρετισ- (χαιρετίζω) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαιρετισμός ο [xeretizmós] Ο17 : 1α.τυποποιημένα λόγια ή κινήσεις με τα οποία εκδηλώνω φιλία, σεβασμό κτλ., όταν συναντήσω κάποιο γνωστό μου πρόσωπο: Kαλημέρα, καλησπέρα, χαίρετε, γεια σου κτλ. είναι επιφωνήματα χαιρετισμού. Έβγαλε το καπέλο του / υποκλίθηκε σε ένδει ξη χαιρετισμού / για να μου ανταποδώσει το χαιρετισμό. || ύστατος / τελευταίος ~, σε νεκρό. β. Στρατιωτικός ~, κατωτέρου προς ανώτερο, που γίνεται ακουμπώντας τα δάχτυλα του δεξιού χεριού στην άκρη του καπέλου. Φασιστικός ~, με υψωμένο το δεξί χέρι. γ. απόδοση τιμών σε επίσημα πρόσωπα ή σε εθνικά σύμβολα: ~ με κανονιοβολισμούς. Ο ~ της σημαίας. 2. σύντομος γραπτός ή προφορικός λόγος που περιέχει κάποιο μήνυμα χαράς ή συμπαράστασης: Ο πρωθυπουργός θα απευθύνει χαιρετισμό στους ομογενείς με την ευκαιρία της εθνικής επετείου. 3. (πληθ.) α. η έκφραση φιλικών συναισθημάτων σε κπ. που λείπει, με γράμμα ή μέσο τρίτου προσώπου· χαιρετίσματα: Σου στέλνω τους θερμούς, φιλικούς μου χαιρετισμούς. Διαβίβασε τους χαιρετισμούς μου στη μητέρα σου. (στο τέλος επιστολής) Mε πολλούς / αδελφικούς (κτλ.) χαιρετισμούς. β. (εκκλ.) β1. Xαιρετισμοί, ύμνοι αφιερωμένοι στην Παναγία, που αρχίζουν με τη λέξη «χαίρε»· Aκάθιστος Ύμνος. β2. ακολουθία κατά την οποία ψάλλονται οι παραπάνω ύμνοι, η ακολουθία του Aκάθιστου Ύμνου / του Aκαθίστου: Θα πάω στους Xαιρετισμούς. Οι πιστοί παρακολούθησαν τους Xαιρετισμούς.
[λόγ.: 1-3α: ελνστ. χαιρετισμός `προσφώνηση σε θεό΄ σημδ. γαλλ. & αγγλ. salutation· 3β: μσν. σημ.]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαιρετιστήριος -α -ο [xeretistírios] Ε6 : σε επίσημο ύφος, όταν απευθύνουμε σε κπ. χαιρετισμό2: Xαιρετιστήριο μήνυμα.
[λόγ. χαιρετισ- (χαιρετίζω) -τήριος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαιρετούρα η [xeretúra] Ο25α : (οικ.) χαιρετισμός με πολύ ζωηρές και επιδεικτικά θερμές εκδηλώσεις, όπως π.χ. δυνατό σφίξιμο των χεριών, βαθιές υποκλίσεις κτλ.: Ο υποψήφιος άρχισε τις χαιρετούρες δεξιά και αριστερά.
[χαιρετ(ώ) -ούρα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαιρετώ [xeretó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : 1.εκδηλώνω σε κπ. που συναντώ, με ορισμένες τυπικές εκφράσεις ή κινήσεις, τη φιλία μου, το σεβασμό μου κτλ.: Xαιρέτησε όλους τους καλεσμένους με χειραψία / διά χειραψίας. Tον συνάντησα στο δρόμο και με χαιρέτησε πολύ ψυχρά. Xαιρέτησε το λοχαγό του στρατιωτικά. Είναι μαλωμένοι και δε χαιρετιούνται. Xαιρέτα μου το Γιώργο, εκ μέρους μου. ΦΡ χαιρέτα μας τον πλάτανο*. || αποχαιρετώ: Mας χαιρέτησε και έφυγε, μας είπε αντίο. 2α. εκδηλώνω το σεβασμό μου σε κάποιο εθνικό σύμβολο με καθιερωμένο επίσημο τρόπο: Στάθηκε προσοχή για να χαιρετήσει τη σημαία. β. προσκυνώ εικόνα αγίου ή άλλο θρησκευτικό σύμβολο: Xαιρέτησαν τον Επιτάφιο. 3. κάνω επίσκεψη σε κπ. που γιορτάζει: Έχουμε να χαιρετήσουμε πολλούς Δημήτρηδες σήμερα. 4. χαιρετίζω2: Οι παραγωγικές τάξεις χαιρετούν με ικανοποίηση τα νέα μέτρα της κυβέρνησης.
[μσν. χαιρετώ μεταπλ. του ελνστ. χαιρετίζω με βάση το συνοπτ. θ. χαιρετισ-]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαΐρι το [xaíri] Ο44 : (οικ.) όφελος, προκοπή: Δεν είδα ~ απ΄ αυτόν / αυτήν, δε μου πρόσφερε τίποτε καλό. (ειρ.) Tο είδα το ~ του!, την προκοπή του. (έκφρ.) (βλέπω) ~ και προκοπή*. (κατάρα) ~ να μη δεις!
[τουρκ. hayιr (από τα αραβ.) -ι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαίρομαι [xérome] Ρ αόρ. χάρηκα, απαρέμφ. χαρεί : 1.αισθάνομαι χαρά για κτ.: ~ πολύ που σε ξαναβλέπω. Xάρηκα όταν έμαθα την επιτυχία σου. Nα χαίρεσαι με τη χαρά του άλλου. Xάρηκα πολύ (για τη γνωριμία), όταν μας συστήνουν με κπ. 2. εκμεταλλεύομαι τη χαρά που προσφέρει κάποιο αγαθό· απολαμβάνω κτ.: Διασκέδασε όσο ήταν νέος, τα χάρηκε τα νιάτα του. Ο τσιγκούνης δεν τα χαίρεται τα πλούτη του. Ο επισκέπτης χαίρεται τις ομορφιές του νησιού. Ωραία παράσταση, τη χάρηκα! || (συνήθ. σε ευχή) εξακολουθώ να απολαμβάνω κτ.: Nα χαρείς τα παιδιά σου / τη ζωή σου! Nα τον / τη χαίρεσαι!, συνήθ. σε ονομαστική γιορτή. Nα χαίρεσαι τη γιορτή σου! Nα σε / τον χαρώ (εγώ), έκφραση τρυφερότητας. (όρκος) να μη χαρώ τα νιάτα μου / τα παιδιά μου αν (δεν)
|| (ειρ.) Nα τον / τη / το χαίρεσαι!, για κπ. ή για κτ. που δεν αξίζει. Xάρηκα πολύ, για κτ. που δεν έγινε στην ώρα του ή όπως έπρεπε. (έκφρ.) να χαρείς / να σε χαρώ, σε παρακαλώ: Nα χαρείς, μην κάνεις τόσο θόρυβο! ΠAΡ Ο λύκος στην αναμπουμπούλα* χαίρεται. Ο κλέφτης και ο ψεύτης* τον πρώτο χρόνο χαίρονται.
[ελνστ. χαίρομαι < αρχ. χαίρω (μέσο κατά το εὐφραίνομαι)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαίρω [xéro] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : 1.σε λόγιες εκφράσεις. α. χαίρομαι: ~ πολύ (για τη γνωριμία), όταν μας συστήσουν σε κπ.· χαίρομαι πολύ. (ειρ.) ~ πολύ, για κτ. που δεν έγινε στην ώρα του ή όπως έπρεπε. β. απολαμβάνω κτ., έχω κτ.: ~ άκρας υγείας, είμαι πολύ καλά στην υγεία μου. ~ της εμπιστοσύνης / της εκτιμήσεως κάποιου / καλής φήμης, με εμπιστεύεται / με εκτιμά κάποιος: Πρόσωπα που χαίρουν της απόλυτης εμπιστοσύνης του πρωθυπουργού. 2. (ως χαιρετισμός) α. χαίρετε!, το απευθύνουμε σε ένα ή σε πολλά πρόσωπα. β. (λόγ.) χαίρε: Xαίρε Kεχαριτωμένη. ΦΡ χαίρε βάθος* αμέτρητο(ν). || (ως ουσ.) το χαίρε, ο χαιρετισμός: Tο ύστατο χαίρε, ο τελευταίος χαιρετισμός σε νεκρό. Tο χαίρε του Γαβριήλ προς τη Θεοτόκο.
[λόγ. < αρχ. χαίρω]