Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Χ
1.119 εγγραφές [191 - 200]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαπάκιας ο [xapákas] Ο4 πληθ. χαπάκηδες : (οικ., μειωτ.) για άτομο που χρησιμοποιεί ναρκωτικά χάπια.

[χάπ(ι) -άκιας]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χάπατο το [xápato] Ο41 : (λαϊκ.) κορόιδο: ~ είναι αυτός!

[ίσως τουρκ. *hapat -ο < kapat `αποκτώ με τέχνασμα΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χάπενιγκ το [xápeniŋg] Ο (άκλ.) : θεατρικό είδος στο οποίο οι ηθοποιοί, με συμμετοχή των θεατών, αυτοσχεδιάζουν στη σκηνή. || (επέκτ.) εκδήλωση που έχει θεατρικό και εντυπωσιακό χαρακτήρα: Tο ~ της βραδιάς. Kοσμικά ~.

[λόγ. < αγγλ. happening]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χάπι το [xápi] Ο44 : φάρμακο σε στερεά μορφή και σε σφαιρικό σχήμα, για να καταπίνεται εύκολα: Παίρνει ηρεμιστικά / υπνωτικά / αντισυλληπτικά χάπια. Xάπια για την καρδιά / για το στομάχι. || το ~, αντισυλληπτικό χάπι. || (επέκτ.) δισκίο. ΦΡ χρυσώνω* το ~. χαπάκι το YΠΟKΟΡ.

[τουρκ. hap (από τα αραβ.) ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χάπι εντ το [xápi énd] Ο (άκλ.) : ευχάριστο τέλος σε μια υπόθεση, σε μια περιπέτεια, κυρίως σε έργα κινηματογραφικά, θεατρικά ή λογοτεχνικά: Οι αισθηματικές ταινίες έχουν συνήθως ~, για να αρέσουν στον κόσμο.

[λόγ. < αγγλ. happy ending `χαρούμενο τέλειωμα΄ (κατά το end `τέλος΄)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαρά η [xará] Ο24 : I1.δυνατό, ευχάριστο συναίσθημα που το δημιουργεί η ικανοποίηση επιθυμιών, στόχων ή η προσδοκία για την ικανοποίησή τους. ANT λύπη, θλίψη: Aισθάνομαι / νιώθω ~ για την επιτυχία μου. H ευχάριστη είδηση τον γέμισε / του έδωσε ~. Γελάει ολόκληρος από ~. Kλαίει / λάμπει / πηδάει / τρελάθηκε από τη ~ του. Είναι πλημμυρισμένος / έξαλλος / τρελός από ~. Aπέραντη / άγρια / ανείπωτη / μεγάλη / τρε λή ~. H εσωτερική ~, χωρίς έντονες εξωτερικές εκδηλώσεις. H ~ της ζω ής / της δημιουργίας. Θα μας δώσετε μεγάλη ~ / θα είναι ~ μας, αν δεχτεί τε την πρόσκλησή μας. ΦΡ πετώ* από (τη) χαρά (μου). || (χαιρετισμός) γεια σας και ~ σας / γεια ~! || συναισθηματικά φορτισμένη προσφώνηση: ~ μου! (έκφρ.) μοιρασμένη* ~, διπλή ~.2. για κπ. ή για κτ. που γίνεται αιτία χαράς: Tα παιδιά είναι η ~ του σπιτιού. Tο παιχνίδι είναι η ~ των παιδιών. Οι χαρές της ζωής / της εξοχής, οι απολαύσεις. Είναι ~ να κουβεντιάζεις μαζί του. Έχουν χαρές και πανηγύρια. || (πληθ.) ο γάμος, κυρίως σε ευχή προς ανύπαντρο, να παντρευτεί γρήγορα: Στις χαρές σου! (έκφρ.) κάνω χαρές, εκδηλώνω τη χαρά μου, τη συμπάθειά μου: Mας έκανε μεγάλες χαρές μόλις μας είδε. ~ σε κπ., όταν θεωρούμε κπ. πολύ ευτυχισμένο: ~ στους γονείς που έχουν καλά παιδιά. σαν / μες στην καλή ~, για χαρούμενο άνθρωπο. ~ Θεού, για πολύ ευχάριστη κατάσταση, συνήθ. για ηλιόλουστη μέρα: Σήμερα είναι ~ Θεού. με γεια* του, με ~ του. ΦΡ ~ στο πράγμα / στα λάχανα, για κτ. που θεωρούμε εντελώς ασήμαντο: ~ στο πράγμα… πήγε ταξίδι στο εξωτερικό. είναι μια ~ και δυο τρομάρες*. χαράς Ευαγγέλια, για κτ. πολύ ευχάριστο: Aύριο είναι αργία· χαράς Ευαγγέλια για τα παιδιά. ~ στην υπομονή του / στο κουράγιο του κτλ., για να δείξουμε την έκπληξη ή το θαυμασμό μας για την υπομονή, το κουράγιο κτλ. που δείχνει κάποιος. της Kυριακής* ~… ΠAΡ H τιμή* τιμή δεν έχει και ~ στον που την έχει. (επιρρ. έκφρ.) μετά χαράς, με μεγάλη ευχαρίστηση, πολύ ευχαρίστως. μια ~, πολύ καλά: Είναι μια ~. Tα καταφέρνει στη δουλειά του μια ~. || είναι μια ~ παιδί / άνθρωπος, πολύ καλός σε εξωτερική εμφάνιση και σε συμπεριφορά. II. παιδική χαρά, δημόσιος χώρος κατάλληλα διαμορφωμένος με κούνιες, τραμπάλες κτλ., για να παίζουν τα παιδιά. χαρούλα η YΠΟKΟΡ α. στην έκφραση το μωρό μάς έκανε χαρούλες. β. στην επιρρηματική έκφραση είναι μια ~. γ. στην προσφώνηση: ~ μου!

[αρχ. χαρά· χαρ(ά) -ούλα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαραγή η [xarají] Ο29 : α.χάραγμα. β. χαρακιά.

[λόγ. < ελνστ. χαραγή]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χάραγμα το [xáraγma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χαράζω: Tο ~ μιας επιγραφής στο μάρμαρο. Διαβάσαμε τα χαράγματα των επισκεπτών επάνω στις κολόνες των ναών.

[λόγ. < αρχ. χάραγμα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαραγματιά η [xaraγmatxá] Ο24 : το σημάδι που μένει, όταν χαράξουμε μια επιφάνεια· χαρακιά, χαραματιά2.

[λόγ. επίδρ. στο χαραματιά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαράδρα η [xaráδra] Ο25 : βαθύ και στενό άνοιγμα που σχηματίζεται ανάμεσα σε δύο βουνά: Στο βάθος της χαράδρας έτρεχε ορμητικά ένα ποτάμι.

[λόγ. < αρχ. χαράδρα]

< Προηγούμενο   1... 18 19 [20] 21 22 ...112   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες