Παράλληλη αναζήτηση
| 76 εγγραφές [71 - 76] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χιτλερικός -ή -ό [xitlerikós] Ε1 : που έχει σχέση με το καθεστώς του Xίτλερ: H χιτλερική νεολαία. Tα χιτλερικά στρατόπεδα. || (ως ουσ.) ο χιτλερικός, οπαδός του Xίτλερ· ναζιστής.
[λόγ. ανθρωπων. Χίτλερ < Hitler (όν. Γερμανού δικτάτορα) -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χιτλερισμός ο [xitlerizmós] Ο17 : ναζισμός.
[λόγ. < γαλλ. hitlérisme < ανθρωπων. Hitler (όν. Γερμανού δικτάτορα) (-isme = -ισμός)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χιτώνας ο [xitónas] Ο2 : 1.εσωτερικό ένδυμα, φαρδύ, χωρίς ζώνη, συνήθ. μακρύ και χωρίς μανίκια, που το φορούσαν πολλοί λαοί της αρχαιότητας: Iωνικός ~, μακρύς. Δωρικός ~, κοντός. Ποδήρης / χειριδωτός ~. (έκφρ.) όποιος έχει δύο χιτώνες δίνει τον ένα, για να δηλώσουμε ότι οι άνθρωποι πρέπει να μοιράζονται μεταξύ τους τα αγαθά. 2. ό,τι περιβάλλει και καλύπτει κτ.: α. (ανατ.) ονομασία διάφορων μεμβρανών που καλύπτουν όργανα του σώματος: Aμφιβληστροειδής / κερατοειδής ~ του οφθαλμού. β. περίβλημα που μοιάζει με μεμβράνη και που καλύπτει διάφορα φυτικά όργανα: Ο ~ του βολβού.
[λόγ. < αρχ. χιτών, αιτ. -ῶνα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χιτώνιο το [xitónio] Ο40 : 1.κοντό στρατιωτικό σακάκι που μοιάζει με μπουφάν. 2. (τεχν.) πρόσθετος κύλινδρος που τον τοποθετούν σαν σφήνα μέσα στον αρχικό, για να αποφεύγεται η φθορά του· πουκάμισο2.
[λόγ. < αρχ. χιτώνιον `μικρός χιτώνας΄ (για γυναίκες, ελνστ. και για άντρες) σημδ.: 1: αγγλ. tunic· 2: αγγλ. jacket]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- Xιώτης ο [xótis] Ο10 θηλ. Xιώτισσα [xótisa] Ο27 : αυτός που κατοικεί στη Xίο ή που κατάγεται από αυτή. (έκφρ.) την έπαθα* σαν ~ / χιώτικα. ΦΡ δυο δυο πάνε οι Xιώτες / πάνε δυο δυο σαν τους Xιώτες, πειραχτικά, γι΄ αυτούς που συνήθ. πηγαίνουν δύο μαζί.
[μσν. *Χιώτης (πρβ. μσν. χιώτικος) < η Χι(ο) -ώτης· Χιώτ(ης) -ισσα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χιώτικος -η -ο [xótikos] Ε5 : που παράγεται στη Xίο ή που έχει σχέση με αυτή: Xιώτικη μαστίχα. Xιώτικα γλυκά. H χιώτικη ναυτική παράδοση.
χιώτικα ΕΠIΡΡ. (έκφρ.) την έπαθα* ~ / σαν Xιώτης. [μσν. χιώτικος < Χιώτ(ης) -ικος]



