Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Χε
111 εγγραφές [31 - 40]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χειραφεσία η [xirafesía] Ο25 : (νομ.) χειραφέτηση.

[λόγ. < μσν. χειραφεσία < χειρ(ο)- + άφεσ(ις) -ία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χειραφέτηση η [xirafétisi] Ο33 : η ενέργεια του χειραφετώ. 1α. απαλλαγή από τη γονική κηδεμονία· χειραφεσία: H ~ των νέων. β. αναγνώριση στη γυναίκα όλων των αστικών δικαιωμάτων που έχει και ο άντρας. 2. απαλλαγή από κάποια εξάρτηση: Είναι απαραίτητη η ~ της εξωτερικής μας πολιτικής από τις ξένες δυνάμεις.

[λόγ. χειραφετη- (χειραφετώ) -σις > -ση]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χειραφετώ [xirafetó] -ούμαι Ρ10.9 (συνήθ. παθ.) : 1α.απαλλάσσω κπ. από τη γονική κηδεμονία: Ο νέος όταν ενηλικιώνεται χειραφετείται. || γίνομαι ανεξάρτητος: Οι νέοι χειραφετούνται σήμερα πολύ νωρίς. β. απαλλάσσω τη γυναίκα από κοινωνικούς περιορισμούς και κυρίως από την ανδρική εξουσία και κηδεμονία: Οι γυναίκες σήμερα έχουν χειραφετηθεί από τις προκαταλήψεις που τις δέσμευαν. Xειραφετημένη γυναίκα, απελευθερωμένη. 2. (υπ. αφηρ. ουσ.) απαλλάσσω κτ. από κάθε μορφή εξάρτησης, το αποδεσμεύω: Πρέπει να χειραφετηθεί η εθνική οικονομία από τα ξένα μονοπώλια / η τοπική αυτοδιοίκηση από την κεντρική εξουσία.

[λόγ. < μσν. χειραφετώ < χειρ(ο)- + ελνστ. ἀφέτ(ης) στη σημ.: `απελεύθερος στη Σπάρτη΄ (πρβ. μσν. χειράφετος `απελεύθερος΄)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χειραψία η [xirapsía] Ο25 : είδος χαιρετισμού κατά τον οποίο ο ένας πιάνει με την παλάμη του και κρατά για μερικά δευτερόλεπτα την παλάμη του άλλου: Aντάλλαξαν θερμή / μια τυπική ~. (λόγ. έκφρ.) διά χειραψίας, με χειραψία: Tον χαιρέτησε διά χειραψίας.

[λόγ. < ελνστ. χειραψία `λαβή των χεριών στην πάλη΄ σημδ. γερμ. Handgriff]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χειριδωτός -ή -ό [xiriδotós] Ε1 : για αρχαίο ένδυμα που έχει μανίκια: ~ χιτώνας / μανδύας.

[λόγ. < αρχ. χειριδωτός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χειρίζομαι [xirízome] Ρ2.1β (χωρίς μππ.) : 1α.χρησιμοποιώ ένα όργανο ρυθμίζοντας τη λειτουργία του με τα χέρια: ~ μια ηλεκτρική συσκευή / έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή / ένα γερανό. || (επέκτ.): Ξέρω να ~ το χρωστήρα / τη γραφίδα, είμαι καλός ζωγράφος / συγγραφέας κτλ. β. (για τη γλώσσα ως όργανο έκφρασης) χρησιμοποιώ: ~ / δε ~ καλά την ελληνική / τη γαλλική γλώσσα. 2α. κάνω ενέργειες για να διευθετηθεί, για να τακτοποιηθεί κτ.: Ο δικηγόρος δε χειρίστηκε καλά την υπόθεση. Xειρίστηκε το θέμα με λεπτότητα. || διαχειρίζομαιβ. β. αναλύω και παρουσιάζω κτ., το πραγματεύομαι: Ο ομιλητής / ο συγγραφέας χειρίστηκε το θέμα του με γνώση και σαφήνεια.

[λόγ. < ελνστ. χειρίζω (χειρίζομαι `ορίζω σε αξίωμα΄) μέσο κατά το διαχειρίζομαι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χειρισμός ο [xirizmós] Ο17 : η ενέργεια του χειρίζομαι. 1α. ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιώ κτ. με τα χέρια: Ο ~ ενός πολύπλοκου μηχανήματος είναι δύσκολος. Aσκείται στο χειρισμό των όπλων. || Ο ~ μιας γλώσσας, ο τρόπος με τον οποίο τη μιλά κάποιος. β. για ειδικές κινήσεις των χεριών με τις οποίες επιδιώκεται ένα θεραπευτικό αποτέλεσμα: Mε τους κατάλληλους χειρισμούς ο γιατρός έφερε τη σπονδυλική στήλη στη θέση της. 2α. τρόπος για να διευθετηθεί κτ.: Σωστός / λανθασμένος ~ μιας υπόθεσης. Ο ~ των κοινωνικών προβλημάτων απαιτεί ιδιαίτερη ευαισθησία. β. διαπραγμάτευση, παρουσίαση ενός θέματος σε σύγγραμμα, διάλεξη κτλ.

[λόγ. < αρχ. χειρισμός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χειριστήριο το [xiristírio] Ο42 : 1.όργανο που με τον κατάλληλο χειρισμό θέτει σε λειτουργία ή διακόπτει τη λειτουργία μιας μηχανής, ενός μηχανι σμού. || όργανο για τη μετάδοση των σημάτων του τηλεγράφου. 2. πίνακας με τα όργανα και με τους διακόπτες που είναι απαραίτητοι για τη λειτουργία ενός μηχανισμού ή μιας εγκατάστασης.

[λόγ. χειρισ(τής) -τήριον μτφρδ. γαλλ. manipulateur]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χειριστής ο [xiristís] Ο7 θηλ. χειρίστρια [xirístria] Ο27 : αυτός που είναι ειδι κά εκπαιδευμένος για να χειρίζεται μια μηχανή: ~ αεροσκάφους. || τηλεγραφητής των σημάτων μορς.

[λόγ. < ελνστ. χειριστής `διοικητής΄ σημδ. γαλλ. manipulateur· λόγ. χειρισ(τής) -τρια]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χείριστος -η -ο [xíristos] Ε5 λόγ. γεν. και χειρίστου, λόγ. θηλ. και χειρίστη : υπερθετικός βαθμός του επιθέτου κακός, πάρα πολύ κακός. ANT άριστος: H συμπεριφορά του μου έκανε χειρίστη εντύπωση. Προϊόντα χείριστης ποιότητας. Άνθρωπος / προϊόντα του χειρίστου είδους. χείριστα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. χείριστος υπερθ. του κακός]

< Προηγούμενο   1 2 3 [4] 5 6 ...12   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες