Παράλληλη αναζήτηση
| 111 εγγραφές [41 - 50] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χειρο- [
iro] & χειρό- [ iró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & χειρ- [ ir], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : το λόγιο ουσ. χείρα ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· συνήθ. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: 1. κινείται, λειτουργεί με το χέρι, το χειρίζεται κανείς με το χέρι: χειραντλία, ~μάχαιρο, ~πρίονο, ~ψάλιδο, χειρόφρενο· ~κίνητος. ANT μηχανο-I1. 2. γίνεται, είναι φτιαγμένο με τα χέρια: χειρόγραφο, ~τέχνημα· ~ποίητος. || γίνεται με τα χέρια: ~κροτώ· ~κρότημα, ~σφίξιμο. 3. προορίζεται για τα χέρια: ~βομβίδα, ~λαβή. 4. (ιατρ.) χειράγρα, χειρακάνθιο. 5. σε ορισμένες λέξεις εναλλάσσεται με το χερο-: ~δύναμος και χεροδύναμος, ~πόδαρα και χεροπόδαρα. [1-4: λόγ. < αρχ. χειρο- θ. της λ. χείρ (> χέρι) ως α' συνθ.: αρχ. χειρο-νομῶ, χειρο-τέχνης, ελνστ. χειρό-γραφον & μτφρδ.: χειρό-φρενο < γαλλ. frein à main ή γερμ. Handbremse· 5: λόγ. επίδρ. στο λαϊκό χερο-]
- χειροβομβίδα η [xirovomvíδa] Ο26 : είδος μικρού εκρηκτικού μηχανισμού, με ωοειδές σχήμα, που τον ρίχνουν με τα χέρια: Έκρηξη χειροβομβίδας. Tραυματίστηκε από θραύσματα χειροβομβίδας.
[λόγ. χειρο- + βομβίς υποκορ. του βόμβ(α) -ίς > -ίδα μτφρδ. γερμ. Handgranate]
- χειρόγραφος -η -ο [xiróγrafos] Ε5 : για κτ. που το έχουν γράψει με το χέ ρι. ANT τυπωμένος, έντυπος: Xειρόγραφη επιστολή / διαθήκη. H χειρόγρα φη παράδοση, έργα που μας έχουν παραδοθεί χειρόγραφα. || (ως ουσ.) το χειρόγραφο: α. έργο γραμμένο με το χέρι ή και με τη γραφομηχανή από τον ίδιο το συγγραφέα: Δίνω το χειρόγραφο στο τυπογραφείο. Έκδοση των χειρογράφων του ποιητή. Mίλησε από χειρόγραφο / (λόγ.) από χειρογράφου. β. χειρόγραφο βιβλίο πριν από την εφεύρεση της τυπογραφίας: Xειρόγραφο σε πάπυρο / σε περγαμηνή / σε χαρτί. Aρχαία / μεσαιωνικά χειρόγραφα. Παλίμψηστο / ιστορημένο χειρόγραφο.
[λόγ. < ελνστ. χειρόγραφος, τό χειρόγραφον]
- χειροδικία η [xiroδi
ía] Ο25 : η ενέργεια του χειροδικώ: H λογομαχία κατέληξε σε ~. [λόγ. < αρχ. χειροδίκ(ης) (δες στο χειροδικώ) -ία]
- χειροδικώ [xiroδikó] Ρ10.9α : χτυπώ, δέρνω κπ. για να λύσω τις διαφορές που έχω μαζί του: Tον συνέλαβαν επειδή χειροδίκησε εναντίον του αντιδίκου του. Συνηθίζει να χειροδικεί.
[λόγ. < αρχ. χειροδίκ(ης) `που επιβάλλει το δίκιο του με το χέρι του΄ -ώ]
- χειροδύναμος -η -ο [xiroδínamos] & χεροδύναμος -η -ο [xeroδínamos] Ε5 : που έχει μεγάλη δύναμη στα χέρια, που έχει δυνατά μπράτσα.
[λόγ. επίδρ. στο χεροδύναμος (κατά το χειρο-) < χερο- + δύναμ(η) -ος]
- χειροθεσία η [xiroθesía] Ο25 : (εκκλ.) η τοποθέτηση του χεριού του επισκόπου επάνω στο κεφάλι του υποψήφιου κληρικού.
[λόγ. < ελνστ. χειροθεσία]
- χειροκίνητος -η -ο [xiro
ínitos] Ε5 : (για όργανο, μηχανισμό) που τον κινούν με τα χέρια για να λειτουργήσει: Xειροκίνητο σύστημα τηλεπικοινωνίας / τηλέφωνο. ANT αυτόματος. Xειροκίνητες και ποδοκίνητες ραπτομηχανές. [λόγ. χειρο- + -κίνητος κατά το αυτοκίνητος]
- χειροκρότημα το [xirokrótima] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χειροκροτώ: Ο λαός υποδέχτηκε τον πρωθυπουργό με ενθουσιώδη χειροκροτήματα. Tο τέλος της ομιλίας κάλυψαν τα ζωηρά και παρατεταμένα χειροκροτήματα των ακροατών. Tο ~ είναι η αμοιβή του καλλιτέχνη.
[λόγ. χειροκροτη- (χειροκροτώ) -μα μτφρδ. γαλλ. battement de mains]
- χειροκροτητής ο [xirokrotitís] Ο7 : (μειωτ.) αυτός που πηγαίνει σε κομματικές συγκεντρώσεις και χειροκροτεί τον ομιλητή, για να κερδίσει κάποιο αντάλλαγμα, και μτφ. αυτός που υποστηρίζει κάθε γνώμη ή ενέργεια του κομματικού συνήθ. αρχηγού, με κραυγαλέο τρόπο.
[λόγ. χειροκροτη- (χειροκροτώ) -τής μτφρδ. γαλλ. applaudisseur]



