Παράλληλη αναζήτηση
| 22 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χαλκάς ο [xalkás] Ο1 : 1.μεταλλικός κρίκος: Ο ~ της αλυσίδας. Tράβηξε την πόρτα απ΄ το χαλκά. 2. (μτφ.) σε εκφράσεις, για να δηλώσουμε, συνήθ. ειρωνικά, περιορισμό της ελευθερίας, υποταγή: α. περνάω το χαλκά, βάζω δαχτυλίδι, παντρεύομαι. β. περνάω σε κπ. το χαλκά από τη μύτη (και τον τραβάω), τον κάνω ό,τι θέλω.
χαλκαδάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. [τουρκ. halka `δαχτυλίδι΄ (από τα αραβ.) -ς]
- χαλκείο το [xalkío] Ο39 : για να δηλώσουμε το κέντρο οργάνωσης ή υπηρεσίας όπου επινοούνται ψεύτικες πληροφορίες ή όπου οργανώνονται σκευωρίες: ~ συκοφαντιών / ραδιουργιών.
[λόγ. < αρχ. χαλκεῖον `χαλκουργείο΄, κατά τη σημ. του χαλκεύω]
- χαλκέντερος -η -ο [xalkénderos] Ε5 : ακαταπόνητος, ακούραστος στην πνευματική εργασία: ~ ερευνητής / μελετητής.
[λόγ. < ελνστ. χαλκέντερος]
- χάλκευση η [xálkefsi] Ο33 : η ενέργεια του χαλκεύω.
[λόγ. χαλκεύ(ω) -σις > -ση]
- χαλκεύω [xalkévo] -ομαι Ρ5.1 : 1.επινοώ ψεύτικες πληροφορίες ή οργανώνω σκευωρίες με τρόπο πειστικό και αποτελεσματικό: Οι πολιτικοί του αντίπαλοι χάλκευσαν κατηγορίες / συκοφαντίες εναντίον του. 2. προετοιμάζω κτ. επάνω σε στέρεες βάσεις: Tο σήμερα θα χαλκεύσει τα δεσμά της αυριανής κοινωνίας.
[λόγ. < αρχ. χαλκεύω `επεξεργάζομαι το χαλκό΄ σημδ. γαλλ. forger]
- χαλκιάς ο [xalkás] Ο1 : (λαϊκότρ.) αυτός που κατεργάζεται το χαλκό. || σιδεράς.
[μσν. χαλκιάς < *χαλκέας με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αρχ. χαλκεύς, αιτ. -έα]
- χάλκινος -η -ο [xálkinos] Ε5 : για κτ. που το έχουν κατασκευάσει από χαλκό: Xάλκινα όπλα / νομίσματα / σκεύη. || (ως ουσ.) τα χάλκινα, χάλκινα πνευστά μουσικά όργανα.
[λόγ. < ελνστ. χάλκινος]
- χαλκο- [xalko] & χαλκό- [xalkó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & χαλκ- [xalk], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό έχει σχέση με το χαλκό: α. για εργασία που γίνεται πάνω σε χαλκό ή με χαλκό: ~γραφία, ~τυπία· χαλκόδετος. β. για πρόσωπο που ασχολείται με την κατεργασία του χαλκού: ~τύπης, χαλκουργός. γ. προέρχεται από το χαλκό: ~σκουριά. δ. είναι φτιαγμένο από χαλκό: ~νόμισμα, ~τσούκαλο. 2. (σε σύνθετα επίθ.) για χρώμα που έχει και τις αποχρώσεις του χαλκού: χαλκόξανθος, ~πράσινος. 3. (χημ.) για προσμείξεις, κράματα που περιέχουν χαλκό: ~κασσίτερος, ~μαγγανίτης, ~σιδηρίτης.
[λόγ. < αρχ. χαλκο- θ. του ουσ. χαλκό(ς) ως α' συνθ.: αρχ. χαλκό-δετος, ελνστ. χαλκο-πλάστης, χαλκό-λιθος `μετάλλευμα χαλκού΄ & διεθ. chalco- < αρχ. χαλκο-: χαλκο-γραφία, χαλκο-κυανίτης < ιταλ. calcografia, calco cianite]
- χαλκογραφία η [xalkoγrafía] Ο25 : 1.μέθοδος χαρακτικής επάνω σε λεία πλάκα χαλκού ή άλλου μετάλλου, από την οποία, με την κατάλληλη διαδικασία και σε ειδικό πιεστήριο, γίνεται η εκτύπωση και η αναπαραγωγή εικόνων. 2. εικόνα που τυπώθηκε με την παραπάνω μέθοδο.
[λόγ. < ιταλ. calcografia < calco- = χαλκο- + -grafia = -γραφία]
- χαλκογράφος ο [xalkoγráfos] Ο18 : τεχνίτης ή καλλιτέχνης που ασχολείται με τη χαλκογραφία.
[λόγ. < ιταλ. calcografo < calco- = χαλκο- + -grafo = -γράφος]



