Παράλληλη αναζήτηση
26 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χιονάνθρωπος ο [xonánθropos] Ο20 : ομοίωμα ανθρώπου από χιόνι.
[χιον(ο)- + άνθρωπος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χιονάτος -η -ο [xonátos] Ε3 : πάρα πολύ άσπρος, άσπρος σαν το χιόνι· κάτασπρος: Έχει χιονάτη επιδερμίδα / χιονάτα μαλλιά. Tα σεντόνια έγιναν χιονάτα με το καλό πλύσιμο. || η Xιονάτη, πρόσωπο παραμυθιού.
[μσν. χιονάτος < χιόν(ι) -άτος (Χιονάτη: λόγ. σημδ. γερμ. Schneewittchen ή γαλλ. Blanche-Neige)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χιονένιος -α -ο [xoné
os] Ε4 : που τον έχουν φτιάξει από χιόνι. [χιόν(ι) -ένιος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χιόνι το [xóni] Ο44 : 1.οι κρύσταλλοι που σχηματίζονται από τους παγωμένους υδρατμούς της ατμόσφαιρας και που πέφτουν στη γη ως νιφάδες: Πέφτει πυκνό ~. Tο ~ σκέπασε τις κορυφές των βουνών / την πόλη. Πάγωσε το ~ και γλιστρά. Έλιωσαν τα χιόνια. Tο ~ έφτασε σε ύψος μισού μέτρου. Έχουμε χρόνια να δούμε ~, δεν έχει χιονίσει χρόνια. Ρούχα άσπρα σαν το ~. (έκφρ.) το ΄στρωσε* το ~. ΦΡ μαθημένα τα βουνά απ΄ τα χιόνια, για κπ. που έχει αντιμετωπίσει πολλές δυσκολίες και δεν τον τρομάζει πια ό,τι και αν συμβεί. σαν τα χιόνια!, επιφώνημα έκπληξης για κπ. που τον βλέπουμε ύστερα από πολύν καιρό. || (απειλή) θα τον κάνω να πατήσει μαύρο ~, θα τον κυνηγήσω, δε θα τον αφήσω σε ησυχία. 2. (μτφ.) α. ό,τι μοιάζει με χιόνι στη λευκότητα ή στην καθαρότητα: Θα γεράσεις και θα ΄ρθουν χιόνια στα μαλλιά σου, θα ασπρίσουν. Tο πλυντήριο βγάζει τα ρούχα ~, χιονάτα. β. για κτ. πάρα πολύ κρύο: Tα χέρια / τα πόδια μου είναι ~, πάγος. γ. άσπρα στίγματα στην οθόνη της τηλεόρασης που δημιουργούνται από κακή λήψη και που μοιάζουν με χιόνι: H τηλεόραση κάνει ~.
χιονάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. [μσν. χιόνι < ελνστ. χιόνιον υποκορ. του αρχ. χιών ἡ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χιονιά η [xo
á] Ο24 : 1.χιονιάς. 2. μπάλα από χιόνι: Tα παιδιά παίζουν χιονιές, χιονοπόλεμο. [χιόν(ι) -ιά]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χιονιάς ο [xo
ás] Ο1 : καιρός πολύ κρύος με χιόνι ή που προμηνύει χιόνι: Ο φοβερός ~ παρέλυσε τη ζωή της πόλης. Ο καιρός γύρισε σε χιονιά. [χιονι(ά) -άς]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χιονίζει [xonízi] Ρ2.1α μππ. χιονισμένος : 1.πέφτει χιόνι: Xιονίζει στα βουνά. Φέτος δε χιόνισε καθόλου στην πόλη μας. || (μππ.) σκεπασμένος από χιόνι: Οι χιονισμένες στέγες των σπιτιών. Tα χιονισμένα βουνά. ΦΡ βρέξει*, χιονίσει. 2. (μτφ. στη μππ.) άσπρος σαν το χιόνι: Γέροντες και γριές με χιονισμένα κεφάλια.
[αρχ. χιονίζει]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χιόνισμα το [xónizma] Ο49 : το αποτέλεσμα του χιονίζω.
[χιονισ- (χιονίζει) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χιονίστρα η [xonístra] Ο25 : τοπικός ερεθισμός και πρήξιμο που παρουσιάζεται στα δάχτυλα, στη μύτη και στα αυτιά και που προκαλείται από ψύξη: Tα κατακόκκινα και πληγιασμένα από τις χιονίστρες δάχτυλα των παιδιών της Kατοχής.
[χιόν(ι) -ίστρα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χιονο- [
ono] ή [ iono] (στη σημ. 2) & χιονό- [ onó] ή [ ionó] (στη σημ. 2), όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & χιον- [ on], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: 1α. αποτελείται από χιό νι: ~στιβάδα. β. είναι φτιαγμένο από χιόνι: χιονάνθρωπος. γ. είναι κατάλ ληλο για το χιόνι: ~πέδιλο. δ. έχει το χρώμα του χιονιού, είναι πάρα πολύ άσπρο: χιονόλευκος· χιονόμαλλος. 2. αναφέρεται στο χιόνι: χιονόμαζα, ~δρομία, ~δρομικός. || (επιστ.) ~μετρία· χιονόμετρο, ~κύλινδρος. 3. (με β' συνθετικό συνήθ. λέξη που εκφράζει καιρικό φαινόμενο) συνοδεύεται από πτώση χιονιού: ~θύελλα, ~καταιγίδα. || χιονόβροχο, χιονόνερο. [θ. του ουσ. χιόν(ι) -ο- & λόγ. < αρχ. χιον(ο)- θ. του ουσ. χιών, ἡ ως α' συνθ.: αρχ. χιονό-βλητος `που τον χτυπάει το χιόνι΄ & μτφρδ.: χιο νο-θύελλα < αγγλ. snowstorm ή γερμ. Schneesturm]