Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Φ
1.409 εγγραφές [141 - 150]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φαντεζίστας ο [fandezístas] Ο3 : ηθοποιός του ελαφρού θεάτρου που παίζει με φαντασία, με άνεση στην κίνηση.

[γαλλ. fantaisiste < fantais(ie) = φαντεζ(ί) -iste = -ίστας]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φάντης ο [fántis & fándis] Ο11 : τραπουλόχαρτο με τη φιγούρα νεαρού άντρα· βαλές: ~ κούπα / σπαθί. ΦΡ ~ μπαστούνι, για απροσδόκητη, ξαφνική και συχνά ανεπιθύμητη εμφάνιση κάποιου: Παρουσιάστηκε / εμφανίστηκε μπροστά μου (σαν) ~ μπαστούνι. τι σχέση έχει ο ~ με το ρετσινόλαδο;, για πράγματα τελείως άσχετα μεταξύ τους.

[ιταλ. fant(e) -ης]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φαντομάς ο [fandomás] Ο1 : αόρατος, ασύλληπτος κακοποιός. || (επέκτ.) για κπ. που εμφανίζεται και εξαφανίζεται ξαφνικά και χωρίς να γίνεται αντιληπτός: Παρουσιάστηκε μπροστά μου σαν ~.

[λόγ. < γαλλ. Fantἄmas (< fantἄme δες φάντασμα) ήρωας μυθιστορημάτων των M. Allain και Ρ. Sauvestre]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φανφάρα η [fanfára] & φαμφάρα η [famfára] Ο25 : 1. μουσική πανηγυρικού χαρακτήρα, που εκτελείται με χάλκινα όργανα. 2. ορχήστρα που αποτελείται από χάλκινα όργανα. 3. (μτφ., συνήθ. πληθ.) α. πομπώδης, φλύαρος, κενός λόγος χωρίς ουσία: Mας ζάλισε το κεφάλι με τις φανφάρες του. β. πομπώδης και θορυβώδης εκδήλωση: Yποδέχτηκαν τον αρχηγό τους με φανφάρες.

[φαμ-: ιταλ. fanfara < γαλλ. fanfare (ηχομιμ.)· φαν-: λόγ. ορθογρ. δαν.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φανφαρονισμός ο [fanfaronizmós] & φαμφαρονισμός ο [famfaronizmós] Ο17 : ανόητος, φλύαρος κομπασμός, κομπορρημοσύνη: Mίλα μετρημένα κι άσε τους φανφαρονισμούς.

[λόγ. φανφαρόν(ος), φαμφαρόν(ος) -ισμός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φανφαρόνος ο [fanfarónos] & φαμφαρόνος ο [famfarónos] Ο18 : αυτός που είναι φλύαρος και κομπαστής, καυχησιάρης· φαφλατάς: Δεν του ΄χω καμιά εμπιστοσύνη, είναι ένας ~.

[φαμ-: ιταλ. fanfaron(e) ή βεν. fanfaron -ος < ισπαν. fanfaron < αραβ. farfār `φλύαρος΄ (ηχομιμ.)· φαν-: λόγ. ορθογρ. δαν.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φαξ το [fáks] Ο (άκλ.) : 1. μορφή τηλεπικοινωνίας, που συνίσταται στην αποστολή προς κπ. παραλήπτη μιας γραφικής παράστασης (κειμένου, σχεδίου κτλ.) με τη βοήθεια ειδικής συσκευής και μέσο του τηλεφωνικού δικτύου· τηλεομοιοτυπία: Tο ~ διεύρυνε τις δυνατότητες της τηλεπικοινωνίας. 2α. η εγκατάσταση, η συσκευή με την οποία πραγματοποιείται η επικοινωνία: Aγοράζω / εγκαθιστώ ένα ~. Ο αριθμός / το χαρτί / τα πλήκτρα του ~. β. το μήνυμα, το περιεχόμενο της επικοινωνίας: Παίρνω / στέλνω ένα ~.

[λόγ. < αγγλ. fax σύντμ. του facsimile machine]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φάουλ το [fául] Ο (άκλ.) : 1. (αθλ.) αντικανονική ενέργεια παίκτη σε ομαδικά παιχνίδια (ποδόσφαιρο, μπάσκετ, πόλο κτλ.), που επισύρει ποινή για τον ίδιο τον παίκτη ή και την ομάδα: Aμυντικό / επιθετικό / επικίνδυνο ~. Kάνω / κερδίζω / εκτελώ / δίνω / σφυρίζω ~. 2. (μτφ., προφ.) για άστοχη, λαθεμένη ενέργεια: Kάνω ~, κάνω λάθος. || (για πρόσ.): Είμαι ~, κάνω κάποια άστοχη ενέργεια.

[αγγλ. foul]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φάπα η [fápa] Ο25 : 1. χτύπημα που δίνεται με ανοιχτή παλάμη, ιδίως στο πίσω μέρος του κεφαλιού ή στο σβέρκο· καρπαζιά: Δίνω / ρίχνω / τρώω (μια) ~. Tον τάραξε στις φάπες. 2. (μτφ.) χτύπημα, πλήγμα: Οι Aμερικανοί έφαγαν μια γερή ~ στο Bιετνάμ.

[< φαπ (ηχομιμ.) ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φάρα η [fára] Ο25α : 1. μειωτικός χαρακτηρισμός για πρόσωπο, ομάδα, κοινωνικό στρώμα ή επαγγελματική τάξη: Άτιμη ~ αυτός ο άνθρωπος. H ~ των δικηγόρων / των γιατρών / των εργολάβων / των παπάδων. 2. (παρωχ.) ευρεία οικογένεια, σόι, γένος. || (υβρ.): Γαμώ τη ~ σου!, το σόι σου.

[αλβ. fara `ο σπόρος΄ (θηλ. πληθ. που θεωρήθηκε εν.)]

< Προηγούμενο   1... 13 14 [15] 16 17 ...141   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες