Παράλληλη αναζήτηση
| 1.409 εγγραφές [321 - 330] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φεουδαλισμός ο [feuδalizmós] Ο17 : φεουδαρχία, φεουδαρχισμός.
[λόγ. < ιταλ. feudal(ismo), feudal(esimo) -ισμός (ορθογρ. δαν.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φεουδάρχης ο [feuδárxis] Ο10 : ηγεμόνας, ιδιοκτήτης φέουδου.
[λόγ. φέουδ(ον) + -άρχης]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φεουδαρχία η [feuδarxía] Ο25 : πολιτικοκοινωνικό καθεστώς της μεσαιω νικής Δυτικής Ευρώπης, που στηριζόταν στη διαίρεση του κράτους σε φέουδα· (πρβ. τιμαριωτισμός): H ~ προέκυψε από την αποσύνθεση της ρωμαϊκής οικονομίας και την εισβολή των γερμανικών λαών. || (επέκτ.) μειωτικός συνήθ. χαρακτηρισμός για κάθε καθεστώς με χαρακτηριστικά που μοιάζουν με τη φεουδαρχία ή που τη θυμίζουν.
[λόγ. φεουδάρχ(ης) -ία απόδ. ιταλ. feudalismo]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φεουδαρχικός -ή -ό [feuδarxikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο φέουδο, στο φεουδάρχη ή στη φεουδαρχία· (πρβ. τιμαριωτικός): Φεουδαρχικό σύστημα. Φεουδαρχική εξουσία.
[λόγ. φεουδαρχ(ία) -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φεουδαρχισμός ο [feuδarxizmós] Ο17 : η φεουδαρχία.
[λόγ. φεουδαρ χ(ία) -ισμός μτφρδ. ιταλ. feudalesimo, feudalismo]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φέουδο το [féuδo] Ο41 : 1. τμήμα χώρας, μεγάλη έκταση αγροτικής γης, που παραχωρούσε κατά το Mεσαίωνα στη Δυτική Ευρώπη ο κυρίαρχος ηγεμόνας σε ευγενή, ευπατρίδη για εκμετάλλευση· (πρβ. τιμάριο, τσιφλίκι). 2. (μτφ.) για κτ. που αποτελεί αντικείμενο ανεξέλεγκτης, αυθαίρετης άσκησης εξουσίας, εκμετάλλευσης· τσιφλίκι: H χώρα μας δεν είναι ~ κανενός.
[λόγ. φέουδον < ιταλ. feudo < μσνλατ. feudum (γερμ. προέλ.) (ορθογρ. δαν.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φερέγγυος -α -ο [feréngios] Ε6 : που παρέχει εγγύηση, που μπορεί κανείς να του έχει εμπιστοσύνη· αξιόπιστος, αξιόχρεος. ANT αφερέγγυος, αναξιόπιστος: ~ οφειλέτης / συνομιλητής. Φερέγγυα πρόσωπα / άτομα.
[λόγ. < αρχ. φερέγγυος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φερεγγυότητα η [ferengiótita] Ο28 : η ιδιότητα του φερέγγυου, αξιοπιστία. ANT αφερεγγυότητα, αναξιοπιστία: H ~ της χώρας μας αυξάνει τη δανειοληπτική της ικανότητα.
[λόγ. φερέγγυ(ος) -ότης > -ότητα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φερειπείν [feripín] (άκλ.) : παλαιότερη παρενθετική έκφραση με περιεχόμενο παρόμοιο με τα «παραδείγματος χάρη», «ας πούμε» ή «που λέει ο λόγος»: Tι θα ΄κανες αν σου έκλεβαν κάτι πολύτιμο, το αυτοκίνητο ~;
[λόγ. < ελνστ. φρ. φέρ΄ εἰπεῖν]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φέρελπις ο [férelpis] Ο γεν. φερέλπιδος, πληθ. φερέλπιδες, γεν. φερέλπιδων και φερελπίδων : (λόγ., για πρόσ.) αυτός που παρέχει, που δημιουργεί ελπίδες. || (ως επίθ.): Φερέλπιδες νέοι.
[λόγ. φέρ(ω) + -ελπις κατά το εύελπις]



