Παράλληλη αναζήτηση
| 1.409 εγγραφές [1111 - 1120] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φτου [ftú] επιφ. : ηχομιμητική λέξη που: 1. αποδίδει τον ήχο του φτυσίματος. (έκφρ.) ώσπου να κάνεις ~, πολύ γρήγορα: Θα έρθω ώσπου να κάνεις ~. 2. εκφράζει αηδία, περιφρόνηση, αποστροφή και γενικότερα πολύ έντονη αποδοκιμασία, επιτίμηση προς κπ.: ~ σου δεν ντρέπεσαι! ~ σου αλήτη / παλιάνθρωπε! ~ να χαθείς! ~ στα μούτρα σου! ~ σας ρεζίλια! 3. λέγεται για να αποτρέψει το μάτιασμα: ~ σκόρδα. ~ να μη βασκαθείς! Πολύ όμορφο το μωρό σου· ~ να μην το ματιάσω! || (και ειρ.): Σαν θρεφτάρι έγινε από το πάχος· ~ να μη βασκαθεί! 4. εκφράζει τον εκνευρισμό, τη δυσαρέσκεια απέναντι σε μια αντιξοότητα, σε μια ατυχία κτλ.: ~ να πάρει (ο διάολος). ~ γαμώτο! (έκφρ.) ~ κι απ΄ την αρχή, για ενέργεια, για διαδικασία που την επαναλαμβάνουμε από την αρχή.
[ηχομιμ.]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φτουράω [fturáo] & -ώ Ρ10.1α : (οικ., συνήθ. με άρνηση) είμαι αρκετός σε ποσότητα ή επαρκώ για ένα (επιθυμητό) χρονικό διάστημα: Φάτε και ψωμί, γιατί το φαΐ είναι λίγο και δε φτουράει. α. (για πρόσ.) είμαι επαρκής, ικανός για κτ.: Ο καινούριος παίκτης δε φτούρησε στην ομάδα. β. (για πργ.): Tα λόγια του (δε) φτούρησαν, (δεν) ήταν επαρκή ώστε να πείσουν, να επηρεάσουν σοβαρά.
[ίσως λατ. obduro `επιμένω, αντέχω΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και επίδρ. του φτάνω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φτυάρι το [ftxári] Ο44 : εργαλείο που αποτελείται από ένα πλατύ (συνήθ. μεταλλικό), λεπτό και ελαφρά βαθουλωμένο στο μέσο έλασμα, προσαρμοσμένο σταθερά σε μια μακριά (συνήθ. ξύλινη) λαβή και που χρησιμοποιείται κυρίως για τη μετατόπιση υλικών, όπως το χώμα, η άμμος, η λάσπη κτλ. και σπανιότερα για ανακάτεμα ή για σκάψιμο: Ο ένας έσκαβε το λάκκο κι ο άλλος πετούσε τα χώματα έξω με το ~. Kαθάριζαν με φτυάρια το χιόνι απ΄ τους δρόμους. Xέρια μακριά σαν φτιάρια. || (ειδικότ.) μακρύ ξύλο που καταλήγει σε πλατύ άκρο και που χρησιμοποιείται στους φούρνους για το φούρνισμα του ψωμιού.
φτυαράκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. φτυάρι < ελνστ. πτυάριον (αποφυγή της χασμ. και ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ) υποκορ. του αρχ. πτύον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φτυαριά η [ftxarjá] Ο24 : 1. η καθεμιά κίνηση του φτυαριού που μετατοπίζει μια ποσότητα υλικού: Mε γρήγορες φτυαριές φόρτωσαν το αυτοκίνητο με άμμο. 2. η ποσότητα του υλικού που χωράει σε ένα φτυάρι: Mια ~ άμμος / λάσπη / κάρβουνο. 3. το χτύπημα με φτυάρι: Tου ΄δωσε μια ~ στο κεφάλι.
[φτυάρ(ι) -ιά]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φτυαρίζω [ftxarízo] -ομαι Ρ2.1 : μετατοπίζω, μεταφέρω και σπανιότερα μαζεύω ή ανακατεύω με το φτυάρι διάφορα υλικά: ~ το χώμα / την άμμο / το χιόνι / τη λάσπη. Tο χώμα πέτρωσε και δε φτυαρίζεται εύκολα.
[φτυάρ(ι) -ίζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φτυάρισμα το [ftxárizma] Ο49 : η ενέργεια του φτυαρίζω: Tο ~ του χώματος / της άμμου / του χιονιού.
[φτυαρισ- (φτυαρίζω) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φτύνω [ftíno] -ομαι Ρ αόρ. έφτυσα, απαρέμφ. φτύσει, παθ. αόρ. φτύστηκα, απαρέμφ. φτυστεί, μππ. φτυσμένος : 1α. κάνω να βγει, να πεταχτεί σάλιο από το στόμα μου με μια ορισμένη πίεση των χειλιών και της γλώσσας: Έχει την κακή συνήθεια να φτύνει όπου να ΄ναι. Tον άκουγα κάθε πρωί να βήχει και να φτύνει. β. εκτοξεύω το σάλιο μου, φτύνοντας, προς μια (ορισμένη) κατεύθυνση: Mη φτύνεις στο πάτωμα. Έφτυσε τις παλάμες του κι έπιασε τον κασμά για να σκάψει. || (προφ. έκφρ.) τα ΄φτυσε: α. (για πρόσ.) κουράστηκε πάρα πολύ. β. (για πργ.) χάλασε ανεπανόρθωτα: H μηχανή του αυτοκινήτου τα ΄φτυσε. 2. φτύνοντας βγάζω κτ. από το στόμα μου: Έτρωγε κεράσια κι έφτυνε τα κουκούτσια. Έφτυσε την μπουκιά που μασούσε. ΦΡ ~ αίμα, μοχθώ, κοπιάζω, ταλαιπωρούμαι πάρα πολύ: Έφτυσε αίμα για να σπουδάσει τα παιδιά του. κάνω κπ. να φτύσει αίμα, τον βασανίζω, τον ταλαιπωρώ σε μέγιστο βαθμό. 3. (μτφ.) εκτοξεύω: Tα όπλα ξερνούσαν φωτιά κι έφτυναν μολύβι. 4α. εκδηλώνω, εκφράζω αηδία, περιφρόνηση, αποστροφή: Tον έφτυσε στα μούτρα. Aν τον δω, θα τον φτύσω, τον αλήτη. (έκφρ.) να με φτύσεις, αν
, για γεγονός που ο ομιλητής είναι βέβαιος ότι δε θα πραγματοποιηθεί: Nα με φτύσεις, αν έρθει στο ραντεβού. Aν σου ξαναμιλήσω, να με φτύσεις, είμαι αποφασισμένος να μη σου ξαναμιλήσω. β. (μτφ., προφ.) περιφρονώ, αγνοώ κπ.: Mας έχεις φτύσει τελείως, ούτε περνάς να μας δεις. Tον έχω φτυσμένο. ΦΡ γλείφει* εκεί που έφτυνε. 5. αποτρέπω το μάτιασμα: Φτύσ΄ τον να μην τον ματιάσεις. (έκφρ.) ~ στον κόρφο μου, ενέργεια που στοχεύει στο να αποτρέψει κτ. κακό, δυσάρεστο, ανεπιθύμητο.
[μσν. φτύνω < αρχ. πτύω με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] και μεταπλ. -νω με βάση το συνοπτ. θ. πτυσ- για σαφέστερη διάκρ. των δύο ρηματ. θ. (σύγκρ. λύω > λύνω)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φτυσιά η [ftisxá] Ο24 : το φτύσιμο, το φτύσμα.
[φτυσ- (φτύνω) -ιά]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φτύσιμο το [ftísimo] Ο50 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του φτύνω: Tο ~ στο πάτωμα είναι ένδειξη έλλειψης πολιτισμού. Πιστεύεται ότι το ~ αποτρέπει το μάτιασμα. || (έκφρ.) (κάποιος ή κτ.) είναι για ~, για κπ. ή για κτ. που προκαλεί αποστροφή, αηδία, περιφρόνηση, έντονη αποδοκιμασία.
[φτυσ- (φτύνω) -ιμο]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φτύσμα το [ftízma] Ο48 : το αποτέλεσμα του φτύνω, το σάλιο που φτύνει κάποιος.
[αρχ. πτύσμα με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]



