Παράλληλη αναζήτηση
| 40 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φρονιμίτης ο [fronimítis] Ο10 : κοινή ονομασία του δοντιού σωφρονιστήρας.
[λόγ. φρόνιμ(ος) -ίτης απόδ. γαλλ. dent de sagesse]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φρόνιμος -η -ο [frónimos] Ε5 : 1. που σκέφτεται και ενεργεί με λογική, σύνεση, ωριμότητα· μυαλωμένος: Είναι ~ και γνωστικός άνθρωπος. Έκρι να φρόνιμο να σιωπήσω, λογικό, συνετό. (γνωμ.) των φρονίμων ολίγα, οι συνετοί δε λένε πολλά. των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν, οι μυαλωμένοι είναι προνοητικοί. 2. που τον χαρακτηρίζει το ήθος και η σεμνότητα: Φρόνιμα κορίτσια. 3. (για παιδιά) που είναι πειθαρχικός, ήσυχος, υπάκουος: Nα είσαι φρόνιμο παιδί.
φρόνιμα ΕΠIΡΡ: Kάτσε ~! [αρχ. φρόνιμος (στη σημ. 1)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φροντίδα η [frondíδa] Ο26 : 1. η (συστηματική, συνεχής) απασχόληση, η αφιέρωση της σκέψης ή και της δραστηριότητας από ενδιαφέρον, αγάπη, έγνοια για κπ. ή για κτ.: ~ για την υγεία / για την οικογένεια / για το παιδί. H έκδοση του βιβλίου έγινε με ~ και επιμέλεια. 2. προσπάθεια, επιδίωξη: Kαταβλήθηκαν φροντίδες, ώστε να υπάρξει επάρκεια αγαθών στην αγορά. 3. (συνήθ. πληθ.) σκοτούρες, έγνοιες: Έχω / με απασχολούν πολλές φροντίδες.
[μσν. φροντίδα < αρχ. φροντίς, αιτ. -ίδα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φροντίζω [frondízo] Ρ2.1α μππ. φροντισμένος : 1α. σκέφτομαι ή και ενερ γώ με βάση το ενδιαφέρον μου για κπ. ή για κτ., επιμελούμαι, μεριμνώ, νοιάζομαι: Φροντίζει για την ευτυχία της οικογένειάς του / για το μέλλον των παιδιών του. β. ασχολούμαι με κπ. ή με κτ. από αγάπη, ενδιαφέρον· περιποιούμαι, συντηρώ: Φροντίζει τα λουλούδια του / το ντύσιμό του / την υγεία του. Πήραν νοσοκόμο να φροντίζει τον άρρωστο. Οι γονείς φροντίζουν τα παιδιά τους. γ. επιμελούμαι, περιποιούμαι κτ., ενεργώ έτσι ώστε να διατηρείται σε καλή κατάσταση: Πήραν μια γυναίκα να φροντίζει το σπίτι. Προσέλαβαν έναν κηπουρό για να φροντίζει τον κήπο. 2. καταβάλλω προσπάθεια, επιδιώκω κτ.: ~ να είμαι πάντα στην ώρα μου. Φρόντισε να κλείσεις έγκαιρα θέσεις για την παράσταση. || (μππ.) που τον έχουν περιποιηθεί, που έχουν νοιαστεί με αγάπη ή με ενδιαφέρον γι΄ αυτόν: Φροντισμένος κήπος. Φροντισμένη εμφάνιση. Φροντισμένο ντύσιμο. Φροντισμένος λόγος, επεξεργασμένος.
[αρχ. φροντίζω (η μππ.: λόγ. μτφρδ. γαλλ. soigné)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φροντιστηριακός -ή -ό [frondistiriakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται σε φροντιστήριο: Φροντιστηριακά μαθήματα.
φροντιστηριακά ΕΠIΡΡ. [λόγ. φροντιστήρι(ον) -ακός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φροντιστήριο το [frondistírio] Ο42 : I1. ιδιωτική σχολή που λειτουργεί για την προπαρασκευή μαθητών ή φοιτητών ή για τη διδασκαλία ξένων γλωσσών: ~ Nομικής / Φιλολογίας / Aγγλικών / Γερμανικών. 2. τα προπαρασκευαστικά μαθήματα που γίνονται στο φροντιστήριο: Πέρασα στο πανεπιστήμιο χωρίς (να κάνω) ~. Έκανε ~ στην έκθεση / στα μαθηματικά. 3. ειδικό πανεπιστημιακό μάθημα με περιεχόμενο την εφαρμογή και τον έλεγχο των διδαγμένων: ~ παλαιογραφίας / ψυχολογίας. II. αποθήκη ή γραφείο φροντιστή (κυρ. θεάτρου).
[λόγ.: I: αρχ. φροντιστήριον `χώρος διαλογισμού΄, ελνστ. σημ.: `χώρος διαλέξεων΄ & σημδ. αγγλ. tutorial· ΙΙ: φροντισ(τής)1 -τήριον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φροντιστής ο [frondistís] Ο7 : αυτός που φροντίζει, που διαχειρίζεται κτ. 1α. υπάλληλος που ασχολείται με τη φύλαξη και με τη διαχείριση των (κινητών) πραγμάτων και σκευών κυρίως του θεάτρου. β. (στρατ.) ειδικότητα αξιωματικού ή υπαξιωματικού που ασχολείται με τη διαχείριση του στρατιωτικού υλικού: ~ πεζικού / τεθωρακισμένων. 2. διευθυντής, ιδιοκτήτης ή καθηγητής φροντιστηρίουI1.
[λόγ.: 1: ελνστ. φροντιστής `διαχειριστής οίκου΄, αρχ. σημ.: `βαθυστόχαστος΄· 2: κατά τη σημ. της λ. φροντιστήριοΙ1]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φρονώ [fronó] Ρ10.9α (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) έχω τη γνώμη, την πεποίθηση, νομίζω, πιστεύω.
[λόγ. < αρχ. φρονῶ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φρου φρου το [frú frú] Ο (άκλ.) : (προφ.) ο ήχος που παράγει το φόρεμα γυναικών που βρίσκονται σε κίνηση, κυρίως στην έκφραση (όλο) ~ κι αρώματα, για ντύσιμο υπερβολικά στολισμένο, εντυπωσιακό. || (επέκτ.) για λόγια ή ενέργειες εντυπωσιασμού, χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο.
[λόγ. < γαλλ. frou-frou (ηχομιμ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]



