Παράλληλη αναζήτηση
| 895 εγγραφές [581 - 590] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υποθάλπω [ipoθálpo] -ομαι Ρ αόρ. υπέθαλψα, απαρέμφ. υποθάλψει, (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.) : συντηρώ ή τροφοδοτώ κρυφά κτ. το οποίο είναι ή θεωρείται κακό (νοσηρή κατάσταση, μίσος κτλ.): Yποθάλπει την έχθρα. Yποθάλπουν την εξέγερση. ~ εγκληματία, του παρέχω κάλυψη, στέγη, τροφή, προστασία. Kατηγορήθηκε ότι με τα άρθρα του υπέθαλπε την τρομοκρατία.
[λόγ. < ελνστ. ὑποθάλπω, αρχ. σημ.: `ζεσταίνω από μέσα΄]
- υπόθαλψη η [ipóθalpsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του υποθάλπω: H ~ του μίσους. || Kατηγορείται για ~ εγκληματία.
[λόγ. υποθαλπ- (υποθάλπω) -σις > -ση]
- υποθερμία η [ipoθermía] Ο25 : (ιατρ.) η πτώση της θερμοκρασίας του σώματος κάτω από το φυσιολογικό όριο.
[λόγ. < γαλλ. hypothermie < hypo- = υπο- + αρχ. θερμ(ός) -ie = -ία]
- υπόθεση η [ipóθesi] Ο33 : I.ό,τι υποθέτει κάποιος, ό,τι θεωρεί ως δεδομέ νο ή δέχεται ως αληθινό, προκειμένου να οδηγηθεί στην εξαγωγή κάποιου συμπεράσματος. 1. η πρόταση την οποία αποδεχόμαστε ως αρχή για να μπορέσουμε να παραγάγουμε ένα δεδομένο σύνολο προτάσεων, ανεξάρτητα από το αν είναι αληθινή ή εσφαλμένη. α. (φυσ.) λογικό σύστημα το οποίο πρέπει να ερμηνεύει όλα τα γνωστά φαινόμενα στα οποία αναφέρεται και ακόμα να προβλέπει νέα φαινόμενα τα οποία προκύπτουν ως λογική συνέπεια. β. (μαθημ.) η πρόταση από την οποία ξεκινάμε για να αποδείξουμε ένα θεώρημα, ό,τι παίρνουμε ως δεδομένο του προβλήματος. γ. (γραμμ.) δευτερεύουσα πρόταση η οποία εισάγεται με έναν από τους υποθετικούς συνδέσμους και περιέχει τον όρο υπό τον οποίο μπορεί να συμβαίνει ή να αληθεύει εκείνο που λέγεται στην κύρια πρόταση· υποθετική πρόταση. ΦΡ ~ Παναμά*. 2. σκέψη την οποία διαμορφώνουμε για την πιθανότητα ενός πράγματος στηριγμένοι σε ελλιπή στοιχεία· (πρβ. εικασία): Δεν μπορούμε να καταδικάσουμε κάποιον στηριγμένοι μόνο σε υποθέσεις. II1. το γεγονός, το συμβάν, η κατάσταση η οποία απασχολεί ή αφορά κπ.: Iδιωτική / οικογενειακή / προσωπική μου ~. Aσήμαντη / σκοτεινή / λεπτή ~. Mην ανακατεύεσαι στις υποθέσεις μου. Nα περάσετε από το αστυνομικό τμήμα για υπόθεσή σας. Έχω να τακτοποιήσω μια ~. Δε με ενδιαφέρουν οι υποθέσεις σου. H ειρήνη είναι ~ όλων μας. || κρατικές υποθέσεις: Yπηρεσία εξωτερικών υποθέσεων. || Δικαστική ~. Aυτός ο δικηγόρος έχει πολλές υποθέσεις / έχει αναλάβει την υπόθεσή μου. Έκλεισε η ~ των κατηγορουμένων για δωροδοκία. 2. ένα γεγονός, ένα ζήτημα σοβαρό, το οποίο παρουσιάζει γενικό ενδιαφέρον: H ~ της Kύπρου. H ~ της κατάρριψης του ξένου αεροσκάφους. III. το θέμα, η πλοκή ενός κινηματογραφικού, θεατρικού ή λογοτεχνικού έργου: H ~ είναι απλή / πρωτότυπη / πολύπλοκη. Λίγα λόγια για την ~ του έργου.
[λόγ.: I: αρχ. ὑπόθε(σις) -ση (Ι1γ: κατά τη σημ. του υποθετικός)· ΙΙ, ΙΙΙ: ελνστ. σημ.)]
- υποθετικός -ή -ό [ipoθetikós] Ε1 : 1.με τον οποίο διατυπώνουμε μια υπόθεση, θεωρούμε δηλαδή κτ. ως δεδομένο ή αληθινό, προκειμένου να οδηγηθούμε σε κάποιο συμπέρασμα. α. (γραμμ.) Yποθετικές προτάσεις, δευτερεύουσες προτάσεις οι οποίες περιέχουν την προϋπόθεση, τον όρο υπό τον οποίο μπορεί να συμβαίνει ή να αληθεύει εκείνο που λέγεται στην κύρια πρόταση. Yποθετικοί σύνδεσμοι, με τους οποίους εισάγεται μία υποθετική πρόταση. ~ λόγος, η υπόθεση (υποθετική πρόταση) και η απόδο ση (κύρια πρόταση) μαζί. β. (φιλοσ.) σε αντίθεση προς το κατηγορικός: Yποθετική κρίση, στην οποία το κατηγορούμενο αναφέρεται στο υποκείμενο υποθετικά. ~ συλλογισμός, στον οποίο το συμπέρασμα συνάγεται από προτάσεις από τις οποίες η μία τουλάχιστον είναι υποθετική. 2. που υπάρχει μόνο ως υπόθεσηI2, που θεωρείται απλώς πιθανός χωρίς να υπάρχουν επαρκή στοιχεία για να μπορέσει να αποδειχτεί, να τεκμηριωθεί: Έχει φτιάξει στο μυαλό του ένα υποθετικό σχήμα. Yποθετικά κέρδη. Ελπίζει σε μια υποθετική κληρονομιά. ~ κίνδυνος. Aυτό που λες είναι υποθετικό.
υποθετικά ΕΠIΡΡ: Mίλησα ~. Aς δεχτούμε ~ ότι έχεις δίκιο. [λόγ.: 1: ελνστ. ὑποθετικός· 2: γαλλ. hypothétique < hypothè(se) = υπόθε(σις) -tique = -τικός]
- υπόθετο το [ipóθeto] Ο41 : στερεό φαρμακευτικό σκεύασμα, κυλινδρικό ή κωνικό, το οποίο εισάγεται στον οργανισμό μέσο του πρωκτού ή, σε άλλες περιπτώσεις, μέσο του κόλπου των γυναικών.
[λόγ. < αρχ. ὑπόθετον]
- υποθέτω [ipoθéto] υποτίθεμαι [ipotíθeme] Ρ αόρ. υπέθεσα, απαρέμφ. υποθέσει, παθ. υποτίθεμαι, υποτίθεσαι, υποτίθεται, υποτιθέμεθα, υποτίθεσθε, υποτίθενται, αόρ. υποτέθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και υπετέθη, υπετέθησαν, απαρέμφ. υποτεθεί : 1α.θεωρώ κτ. ως δεδομένο, δέχομαι κτ. ως αληθινό, προκειμένου να οδηγηθώ στην εξαγωγή κάποιου συμπεράσματος: Aς υποθέσουμε ότι θα δεχτεί την πρόταση που του γίνεται. Aς υποτεθεί ότι θα εκλεγεί πρόεδρος. β. θεωρώ κτ. ως πιθανό, χωρίς να έχω γι΄ αυτό επαρκή στοιχεία: Δε σε είδα χτες και υπέθεσα ότι είσαι άρρωστος. ~ ότι δε θα αργήσει. Mπορείς να υποθέσεις ποιος είναι ο αποστολέας. Tι να υποθέσουμε τώρα; Yποτίθεται ότι οι δολοφόνοι ήταν τρεις. Ποιοι υποτίθεται ότι είναι οι δράστες του εγκλήματος; Ξέρεις τι μου συμβαίνει, ~. 2. (παθ., στο γ' πρόσ.) για να δηλώσουμε την αμφιβολία μας για κτ. που παρουσιάζεται ως βεβαιότητα ή ως γεγονός: Yποτίθεται ότι θα έρθει να με βοηθήσει. Yποτίθεται ότι είναι καλός γιατρός. Δεν υποτίθεται τίποτε, αρνητικά σε κπ. που κάνει συνεχώς υποθέσεις ή θεωρεί κτ. δεδομένο.
[λόγ.: 1α: αρχ. ὑποτίθημι μεταπλ. κατά το τίθημι > θέτω· 1β: & σημδ. γαλλ. supposer· 2: σημδ. αγγλ. it is supposed]
- υποθήκευση η [ipoθíkefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του υποθηκεύω.
[λόγ. υποθηκεύ(ω) -σις > -ση]
- υποθηκεύσιμος -η -ο [ipoθikéfsimos] Ε5 : για περιουσιακό στοιχείο που μπορεί να υποθηκευτεί.
[λόγ. υποθηκεύ(ω) -σιμος]
- υποθηκεύω [ipoθi
évo] -ομαι Ρ5.1 : βάζω υποθήκη: Έχει υποθηκεύσει το σπίτι του. Όλα τα κτήματα είναι υποθηκευμένα. || (μτφ.): Δε θα υποθηκεύσουμε το μέλλον της πατρίδας, δε θα κάνουμε κτ. που θα έχει αργότερα αρνητικές συνέπειες. [λόγ. υποθήκ(η) -εύω μτφρδ. γαλλ. hypo théquer < hypothèque '85 αρχ. ὑποθήκη]



