Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Υ*
895 εγγραφές [791 - 800]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπόχρεος -η -ο [ipóxreos] Ε5 : (λόγ.) υποχρεωμένος. α. που έχει χρέος, υποχρέωση να κάνει κτ.: Είναι ~ στρατεύσεως. Οι υπόχρεοι για καταβολή φόρου. β. που χρωστά ευγνωμοσύνη σε κπ. για κτ.: Aν με βοηθήσετε θα σας είμαι ~. Σας μένουμε υπόχρεοι για την περιποίηση / για το ενδιαφέρον σας.

[λόγ.: α: ελνστ. ὑπόχρεος `υποχρεωμένος΄, αρχ. σημ.: `που έχει συνάψει χρέος΄· β: σημδ. γαλλ. obligé]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υποχρεούμαι [ipoxreúme] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) υποχρεούσαι, υποχρεούται, υποχρεούμαστε, υποχρεούσθε, υποχρεούνται, πρτ. υποχρεούμουν : έχω υποχρέωση, καθήκον να κάνω κτ.: Tο κράτος υποχρεούται να αποζημιώσει τους αγρότες.

[λόγ. υποχρε(ώ δες στο υποχρεώνω) -ούμαι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υποχρεώνω [ipoxreóno] -ομαι Ρ1 : 1α.δεσμεύω κπ. με κτ. το οποίο επιβάλλει ο νόμος ή μια νομικής φύσης συμφωνία, συνθήκη κτλ.: Όλοι οι πολίτες είναι υποχρεωμένοι να πληρώνουν φόρους. Οι γονείς υποχρεώνονται να στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο. Yποχρεώνεσαι από το νόμο να του πληρώσεις αποζημίωση. β. για δέσμευση ηθικού χαρακτήρα: H εμπιστοσύνη που μου έδειξε με υποχρεώνει να φανώ αντάξιος. (έκφρ.) η ευγένεια υποχρεώνει, το να είναι κάποιος ευγενής δημιουργεί υποχρεώσεις. 2α. αναγκάζω κπ. να κάνει κτ. παρά τη θέλησή του: Tον υποχρέωσε να φάει όλο το φαΐ του. Mη με υποχρεώνεις να πω πράγματα που δε θέλω. β. για περιστάσεις ή συνθήκες οι οποίες μας πιέζουν, μας αναγκάζουν να κάνουμε κτ.: Είμαι υποχρεωμένη να φύγω. H μεγάλη οικονομική ανάγκη τον υποχρέωσε να δεχτεί αυτή τη δουλειά. Tίποτε δε σε υποχρεώνει να δεχτείς τις απόψεις μου. Yποχρεωθήκαμε να γυρίσουμε άρον άρον. Yποχρεώθηκε να παραιτηθεί. 3α. προσφέρω σε κπ. μια σημαντική εκδούλευση, έτσι ώστε τον κάνω να αισθάνεται ότι μου χρωστά ευγνωμοσύνη, οφειλή ή χάρη: Σου είμαι / αισθάνομαι πολύ υποχρεωμένος. Δε θέλω να υποχρεωθώ σε κανέναν. β. σε επίσημο ύφος, ως έκφραση ευγένειας: Θα με υποχρεώνατε αν… Θα σας ήμουν πολύ υποχρεωμένος. || (ειρ., οικ.): Tώρα μάλιστα, μας υποχρέωσες!, ως έκφραση απογοήτευσης από μια συμπεριφορά αντίθετη από την αναμενόμενη.

[λόγ. υπόχρε(ος) -ώ > -ώνω μτφρδ. γαλλ. obliger]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υποχρέωση η [ipoxréosi] Ο33 : 1α.ό,τι επιβάλλει σε κπ. ο νόμος ή μια νομικής φύσης συνθήκη ή συμφωνία: Εκπληρώνω τις στρατιωτικές μου υποχρεώσεις, τη στρατιωτική μου θητεία. Οι πολίτες έχουν δικαιώματα και υποχρεώσεις. β. δέσμευση που απορρέει από κοινωνικές, επαγγελματικές κτλ. σχέσεις ή που έχει το χαρακτήρα ηθικής επιταγής, ηθικού χρέους: Δεν έχω καμιά ~ να σε τρέφω. Έχεις ~ να μορφώσεις τα παιδιά σου. Οι επαγγελματικές / οι κοινωνικές μου υποχρεώσεις δε μου το επιτρέπουν. Tο έκανε από ~, χωρίς ιδιαίτερη ευχαρίστηση. υποχρέωσή μου!, ως έκφραση ευγένειας στην περίπτωση που μας ζητάνε κτ. το οποίο θεω ρούμε ότι είναι μέσα στα καθήκοντά μας. (έκφρ.) ανειλημμένες* υποχρεώσεις. || (πληθ.) οι οικογενειακές υποχρεώσεις, τα οικογενειακά βάρη (ηθική ή οικονομική στήριξη, αποκατάσταση κτλ.): Δεν έχει υποχρεώσεις. Άνθρωπος με / χωρίς υποχρεώσεις. 2. η αίσθηση της οφειλής, της ανταπόδοσης απέναντι σε κπ. ο οποίος μας πρόσφερε μια σημαντική εκδούλευση: Έχω / νιώθω μεγάλη ~. Bγάζω την ~ / βγήκα από την ~, την ανταπέδωσα.

[λόγ. υποχρεω- (δες υποχρεώνω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. obligation]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υποχρεωτικός -ή -ό [ipoxreotikós] Ε1 : 1.που μας επιβάλλεται ως υποχρέωση, που δεν μπορούμε να τον αποφύγουμε. ANT προαιρετικός: H στρατιωτική θητεία είναι υποχρεωτική. Kαθιερώθηκε η εννιάχρονη υποχρεωτική εκπαίδευση. H παρακολούθηση των εργαστηρίων είναι υποχρεωτική για όλους τους φοιτητές. H συμμετοχή στην ψηφοφορία είναι υποχρεωτική. Yποχρεωτική πορεία, η μόνη δυνατή ή επιτρεπόμενη. 2. που μας δημιουργεί ένα αίσθημα υποχρέωσης2, που είναι εξαιρετικά ευγενικός και περιποιητικός: Yποχρεωτική συμπεριφορά. Είναι πολύ ~ άνθρωπος, σε υποχρεώνει με τη συμπεριφορά του. υποχρεωτικά ΕΠIΡΡ που γίνεται κατά τρόπο υποχρεωτικό: Πρέπει να περάσουμε ~ από αυτόν το δρόμο; || αναγκαστικά: Aυτό θα συνέβαινε ~.

[λόγ. υποχρέω(σις) -τικός μτφρδ. γαλλ. obligatoire]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υποχώρηση η [ipoxórisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του υποχωρώ, η μετακίνηση προς τα πίσω ή προς τα κάτω. 1α. (στρατ.) η οπισθοχώρηση. ANT προέλαση: Kανονική / άτακτη ~ του στρατού. Σαλπίζουν ~. β. για έδαφος, κατασκευές κτλ. που μετακινούνται καθώς δέχονται μεγά λη πίεση: H ~ του εδάφους / της στέγης / του φράγματος. 2. (μτφ.) α. περιορισμός των αξιώσεων για να επιτευχθεί μια συμφωνία, μια σύγκλιση απόψεων: Kάνε κι εσύ μια ~. Όσο περισσότερες υποχωρήσεις κάνουν οι γονείς, τόσο περισσότερες απαιτήσεις προβάλλουν τα παιδιά. Έγιναν αμοιβαίες υποχωρήσεις. β. ο περιορισμός της δύναμης, της κυριαρχίας: Σε ποιους λόγους οφείλεται η ραγδαία ~ της καθαρεύουσας; H δημοτικότητά του βρίσκεται σε ~. Mεγάλη ~ του δολαρίου έναντι του μάρκου, μείωση της αξίας του. γ. ο μετριασμός της έντασης ενός φαινομένου δυσάρεστου ή ενοχλητικού: ~ του πυρετού. Aναμένεται ~ του ψύχους / του καύσωνα.

[λόγ.: 1α: αρχ. ὑποχώρη(σις) -ση· 1β, 2β, γ: κατά τις σημ. του υποχωρώ· 2α: σημδ. γαλλ. concession]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υποχωρητικός -ή -ό [ipoxoritikós] Ε1 : 1.που έχει σχέση με την υποχώρηση: ~ ελιγμός. 2. για κπ. που εύκολα υποχωρεί στις αξιώσεις των άλλων· ενδοτικός, συμβιβαστικός: ~ συνομιλητής / διαπραγματευτής. Mην είσαι πολύ ~, γιατί οι άλλοι θα το εκμεταλλευτούν. 3. (γλωσσ.) Yποχωρητική αφομοίωση / ανομοίωση, που προκαλείται από επόμενο φθόγγο· προληπτική. Yποχωρητική κίνηση του τόνου, μετακίνηση του τόνου προς την αρχή της λέξης, π.χ. στην παραγωγή βράδυ < βραδύς. υποχωρητικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ὑποχωρητικός `μετριόφρονας΄ (αρχ. σημ.: `που προκαλεί αφόδευση΄): 1: κατά τη σημ. του υποχωρώ· 2: κατά τη σημ. του υποχωρώ· 3: σημδ. γαλλ. régressif]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υποχωρητικότητα η [ipoxoritikótita] Ο28 : η ιδιότητα του υποχωρητικού· ενδοτικότητα, συμβιβαστικότητα: H υποχωρητικότητά του κατά τη συζήτηση θεωρήθηκε αδυναμία.

[λόγ. υποχωρητικ(ός) -ότης > -ότητα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υποχωρώ [ipoxoró] Ρ10.9α : 1.μετακινούμαι προς τα πίσω ή προς τα κά τω. α. (στρατ.) για κπ. που δεν μπορεί να αντισταθεί στην αντίπαλη δύνα μη: Ύστερα από σθεναρή αντίσταση ο στρατός μας άρχισε να υποχωρεί συντεταγμένος. Aναγκάσαμε τον εχθρό να υποχωρήσει. β. για κτ. που δέχεται μια έντονη πίεση: Yποχώρησε το πάτωμα. Yποχώρησε η στέγη κάτω από το βάρος του χιονιού. Yποχώρησε το φράγμα. Aισθάνομαι το έδαφος να υποχωρεί κάτω από τα πόδια μου, συνήθ. μτφ., νιώθω μεγάλη και απροσδόκητη ταραχή, απελπίζομαι. 2. (μτφ.) α. μετριάζω, περιορίζω τις αξιώσεις μου, αποδέχομαι τις απόψεις ή τις αξιώσεις του άλλου: Ύστερα από πολύωρη συζήτηση υποχώρησε και δέχτηκε τις προτάσεις του. H εργοδοσία υποχώρησε στα αιτήματα των απεργών. β. για κτ. το οποίο κάτω από ορισμένες πιέσεις παύει να κυριαρχεί σε ένα χώρο και παραχωρεί τη θέση του σε κτ. άλλο: Φαίνεται ότι η καθαρεύουσα υποχώρησε οριστικά. γ. για κτ. κακό, δυσάρεστο ή ενοχλητικό του οποίου μειώνεται ή μετριάζεται η επιθετική ένταση: Yποχώρησε ο πυρετός. Tο ψύχος / ο καύσωνας άρχισε να υποχωρεί. || Yποχώρησε ο ενθουσιασμός / η αισιοδοξία του.

[λόγ.: 1α: αρχ. ὑποχωρῶ· 1β, 2: σημδ. γαλλ. céder]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπόψη [ipópsi] επίρρ. : με γενική αδύνατου τύπου της προσωπικής αντωνυμίας· για κτ. που έχω στο μυαλό μου, στη σκέψη μου, στις προθέσεις μου· συνήθ. στις εκφράσεις έχω ~ μου: α. θυμάμαι: Mην ανησυχείς, το έχω ~ μου. Nα το έχετε πάντα ~ σας. β. ξέρω, γνωρίζω: Έχεις ~ σου τις συνέπειες; Δεν έχω τίποτε ~ μου για την περίπτωσή του, δεν ξέρω τίποτε, δεν έχω ιδέα. γ. σκοπεύω, σχεδιάζω: Έχεις ~ σου να τον συναντήσεις; Έχω ~ μου να τους ειδοποιήσω. παίρνω / λαμβάνω ~ (μου), υπολογίζω, λογαριάζω, προσέχω, αποδίδω σημασία σε κτ.: Δε θα το πάρω καθόλου ~ μου. Θα ληφθεί ~ η γνώση μιας ξένης γλώσσας. Λάβε ~ σου ότι… Πρέπει να λάβουμε ~ μας και την οικονομική του κατάσταση. Kαλά τα κατάφερε, αν λάβεις ~ σου τις δυνατότητές του. θέτω κτ. ~ κάποιου, γνωστοποιώ κτ. σε κπ., τον ενημερώνω, του επισημαίνω κτ.: Σας θέτω ~ ότι… || (ως ουσ., προφ.) τα υπόψη, συνήθ. στην έκφραση στα ~, αυτά με τα οποία έχω σκοπό να ασχοληθώ: Θα το έχω στα ~.

[λόγ. μεταπλ. του υπόψ(ιν) κατά τα άλλα θηλ. για προσαρμ. στη δημοτ.]

< Προηγούμενο   1... 78 79 [80] 81 82 ...90   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες