Παράλληλη αναζήτηση
| 895 εγγραφές [171 - 180] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υλοποίηση η [ilopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του υλοποιώ: Διατέθηκαν μεγάλα κονδύλια για την ~ του ενεργειακού προγράμματος.
[λόγ. υλοποιη- (υλοποιώ) -σις > -ση]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υλοποιώ [ilopió] -ούμαι Ρ10.9 : περνώ από τη θεωρία στην πράξη, κάνω πραγματικότητα μια σκέψη, μια απόφαση, ένα σχέδιο κτλ.· πραγματοποιώ: H κυβέρνηση υλοποίησε τις εξαγγελίες της.
[λόγ. υλο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. matérialiser (πρβ. ελνστ. ὑλοποιός αἰτία `αιτία μέσα στην ύλη΄)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υλοτόμηση η [ilotómisi] Ο33 : η υλοτομία: Tο δάσος καταστράφηκε από απρογραμμάτιστη / αλόγιστη ~.
[λόγ. υλοτομη- (υλοτομώ) -σις > -ση]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υλοτομία η [ilotomía] Ο25 : 1.η συστηματική κοπή δέντρων με σκοπό την παραγωγή ξυλείας· υλοτόμηση: Nόμιμη / παράνομη ~. 2. εκμετάλλευση της ξυλείας των δασών.
[λόγ. < αρχ. ὑλοτομία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υλοτομικός -ή -ό [ilotomikós] Ε1 : που έχει σχέση με την υλοτομία: Yλοτομικά προϊόντα.
[λόγ. < ελνστ. ὑλοτομικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υλοτόμος ο [ilotómos] Ο18 : αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με την υλοτομία.
[λόγ. < αρχ. ὑλοτόμος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υλοτομώ [ilotomó] -ούμαι Ρ10.9 : για τη συστηματική κοπή δέντρων με σκοπό την παραγωγή ξυλείας: Tο δάσος υλοτομήθηκε για τελευταία φορά πριν από πέντε χρόνια.
[λόγ. < αρχ. ὑλοτομῶ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υμέναιος ο [iméneos] Ο19 : 1.στην αρχαία Ελλάδα, γαμήλιο τραγούδι. 2. (λόγ.) γάμος.
[λόγ. < αρχ. ὑμέναιος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υμένας ο [iménas] Ο2 : (ανατ.) λεπτότατη ελαστική μεμβράνη η οποία περιβάλλει, καλύπτει ένα όργανο, μια κοιλότητα κτλ.: Παρθενικός ~, πτυχή στην είσοδο του γυναικείου κόλπου, η οποία τον φράζει εν μέρει και υφίσταται ρήξη κατά την πρώτη συνουσία.
[λόγ. < αρχ. ὑμήν, αιτ. -ένα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υμενοειδής -ής -ές [imenoiδís] Ε10 : που έχει τη μορφή, την υφή υμένα, που μοιάζει με υμένα· υμενώδης.
[λόγ. < αρχ. ὑμενοειδής]



