Παράλληλη αναζήτηση
| 895 εγγραφές [251 - 260] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υπεισέρχομαι [ipisérxome] Ρ αόρ. υπεισήλθα, απαρέμφ. υπεισέλθει : για κτ. που παρεμβαίνει σε μια διαδικασία, προκαλώντας συνήθ. διαφοροποίηση των δεδομένων: Εδώ υπεισέρχονται και άλλοι παράγοντες. || (έκφρ.) ~ σε λεπτομέρειες, προχωρώ, μπαίνω.
[λόγ. < αρχ. ὑπεισέρχομαι `μπαίνω μυστικά, γλιστράω μέσα΄]
- υπεκφεύγω [ipekfévγo] Ρ αόρ. υπεξέφυγα, απαρέμφ. υπεκφύγει : αποφεύγω με επιτήδειο τρόπο μια δύσκολη ή δυσάρεστη κατάσταση (να δώ σω απάντηση, να δεσμευτώ για κτ. κτλ.).
[λόγ. < αρχ. ὑπεκφεύγω `δραπε τεύω΄ κατά τη σημ. της λ. υπεκφυγή]
- υπεκφυγή η [ipekfijí] Ο29 : έμμεσος τρόπος για να αποφύγει κανείς μια δύσκολη ή δυσάρεστη κατάσταση (να δώσει απάντηση, να δεσμευτεί για κτ. κτλ.): Άρχισε τις υπεκφυγές. Άσε τις υπεκφυγές.
[λόγ. υπεκ(φεύγω) -φυγή κατά το σχ.: φεύγω - φυγή μτφρδ. γαλλ. subterfuge]
- υπενθυμίζω [ipenθimízo] Ρ2.1α : θυμίζω σε κπ. κτ. που δεν πρέπει να ξεχάσει: Σου ~ ότι αύριο λήγει η προθεσμία για την υποβολή των αιτήσεων. Δε χρειάζεται να μου υπενθυμίζεις κάθε τόσο τις υποχρεώσεις μου. Σας υπενθυμίζουμε ότι το πρόβλημα δεν εμφανίζεται για πρώτη φορά.
[λόγ. υπ(ο)- ενθυμίζω κατά το αρχ. ὑπομιμνήσκω (ίδ. σημ.)]
- υπενθύμιση η [ipenθímisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του υπενθυμίζω: Kάνε μου μια ~ αύριο, μήπως ξεχάσω να πληρώσω το λογαριασμό.
[λόγ. υπενθυμι- (υπενθυμίζω) -σις > -ση κατά το υπόμνησις]
- υπενοικιάζω [ipenikiázo] -ομαι Ρ2.1 : νοικιάζω σε κπ. άλλον κτ. που εγώ νοίκιασα. || νοικιάζω από κπ. άλλο κτ. που αυτός έχει νοικιάσει.
[λόγ. υπ(ο)- ενοικιάζω μτφρδ. γαλλ. sous-louer]
- υπενοικίαση η [ipenikíasi] Ο33 : η ενέργεια του υπενοικιάζω: Aπαγορεύεται η ~ του διαμερίσματος σύμφωνα με το συμβόλαιο που υπέγρα ψα.
[λόγ. υπενοικια- (υπενοικιάζω) -σις > -ση]
- υπενοικιαστής ο [ipenikiastís] Ο7 θηλ. υπενοικιάστρια [ipenikiástria] Ο27 : αυτός που υπενοικιάζει.
[λόγ. υπενοικιασ- (υπενοικιάζω) -τής· λόγ. υπενοικιασ(τής) -τρια]
- υπενωμοτάρχης ο [ipenomotárxis] Ο10 : (παλαιότ.) βαθμός υπαξιωματικού της χωροφυλακής, ανώτερος από το χωροφύλακα και κατώτερος από τον ενωμοτάρχη.
[λόγ. υπ(ο)- ενωμοτάρχης]
- υπεξαίρεση η [ipekséresi] Ο33 : (νομ.) παράνομη ιδιοποίηση από κπ. ξένης περιουσίας, της οποίας του είχε ανατεθεί η φύλαξη.
[λόγ. < ελνστ. ὑπεξαίρε(σις) -ση]



