Παράλληλη αναζήτηση
| 2.033 εγγραφές [391 - 400] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τεμπελχανάς ο [tembelxanás] Ο1 θηλ. τεμπελχανού [tembelxanú] Ο37 : (οικ.) αυτός που είναι πολύ τεμπέλης: Tι κάθεσαι βρε τεμπελχανά· κάνε και καμιά δουλειά!
[τουρκ. tembelhan(e) `ίδρυμα όπου τεμπέληδες ζουν από φιλανθρωπίες΄ -άς· τεμπελχαν(άς) -ού]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τεμπελχανείο το [tembelxanío] Ο39 : μέρος όπου υπάρχουν πολλοί τεμπέληδες: Εδώ δεν είναι εργαστήριο, είναι ~.
[τεμπελχαν(άς) -είο]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τέμπερα η [témpera] Ο27α : α. χρώμα ζωγραφικής διαλυμένο σε νερό, στο οποίο έχουν προσθέσει αυγό ή άλλη κολλώδη ουσία. β. (ζωγρ.) τεχνική που χρησιμοποιεί αυτό το χρώμα. || (επέκτ.) πίνακας ζωγραφισμένος με την παραπάνω τεχνική.
[ιταλ. tempera]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τεμπεσίρι το [tembesíri] Ο44 : (λαϊκότρ.) κιμωλία.
[τουρκ. tebeşir (από τα περσ.) -ι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τέμπλο το [témblo] Ο39 : εικονοστάσιο αρκετά ψηλό που χωρίζει το Άγιο Bήμα από τον κυρίως ναό: Ξυλόγλυπτο / μαρμάρινο ~.
[μσν. τέμπλον < λατ. templ(um) `ναός΄ -ον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τέμπο το [témpo] Ο (άκλ.) : α. (μουσ.) η ταχύτητα με την οποία πρέπει να εκτελεστεί ένα κομμάτι· ρυθμός: Tο κομμάτι είναι σε γρήγορο ~. β. (προφ.) ο ρυθμός, η ταχύτητα με την οποία γίνεται μια ενέργεια. (έκφρ.) με το ~ μου, αργά, χωρίς να βιάζομαι: Άλλοι πήγαιναν βιαστικοί και άλλοι με το ~ τους· ΣYN έκφρ. με το πάσο μου.
[ιταλ. tempo (αρχική σημ.: `χρόνος΄)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τέναγος το [ténaγos] Ο47 : έκταση που καλύπτεται από ρηχά νερά κοντά σε αμμώδεις παραλίες, στις εκβολές ποταμών ή στις όχθες λιμνών.
[λόγ. < αρχ. τέναγος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τενεκεδένιος -α -ο [tenekeδé
os] & ντενεκεδένιος -α -ο [denekeδé os] Ε4 : που είναι κατασκευασμένος από τενεκέ: Tενεκεδένιο κουτί. Tενεκεδένια κοσμήματα, μειωτικά, πολύ φτηνά. [τενεκεδ- (τενεκές), ντενεκεδ- (ντενεκές) -ένιος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τενεκές ο [tenekés] & ντενεκές ο [denekés] Ο13 : 1α. (οικ.) λευκοσίδηρος. || (μειωτ.) για μέταλλο φτηνό, κακής ποιότητας. β. δοχείο κατασκευασμέ νο από τενεκέ, με ορισμένη συνήθ. χωρητικότητα: ~ για πετρέλαιο / για λάδι. || το περιεχόμενο ενός τενεκέ: Aγόρασα έναν τενεκέ λάδι / τυρί. γ. μεταλλικό ή πλαστικό δοχείο για τα σκουπίδια· τενεκές των σκουπιδιών, σκουπιδοντενεκές. 2. (μτφ.) άνθρωπος που δεν έχει τις απαραίτητες γνώσεις για να κάνει καλά τη δουλειά του, που δεν αξίζει τίποτα· ΣYN ΦΡ ~ ξεγάνωτος.
τενεκεδάκι το YΠΟKΟΡ. [τουρκ. teneke -ς· ηχηροπ. του αρχικού [t > d] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-t > tond > ton-d] ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τενεκετζής ο [tenekedzís] Ο8 : (οικ.) λευκοσιδηρουργός.
[τουρκ. tenekeci -ς]



