Παράλληλη αναζήτηση
| 17 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τζοβαΐρι το [dzovaíri] Ο44 : (λαϊκότρ.) πολύτιμος λίθος. || (επέκτ.) κόσμη μα, στολίδι. || (παρωχ., συναισθ.): ~ μου!, χρυσέ μου.
[τουρκ. cevahir (από τα αραβ.) -ι ( [e > o] από επίδρ. του χειλ. [v] )]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τζοβαϊρικό το [dzovairikó] Ο38 : (λαϊκότρ.) πολύτιμος λίθος· τζοβαΐρι. || (επέκτ., συνήθ. πληθ.) κοσμήματα, στολίδια.
[τζοβαΐρ(ι) -ικό, ουδ. του -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τζόβενο το [dzóveno] Ο41 & τζόβενος ο [dzóvenos] Ο20 : (ειρ., μειωτ., για άντρα προχωρημένης ηλικίας) αυτός που μιμείται τους νέους στην εμφάνιση ή στη συμπεριφορά: Mας κάνει το ~.
[βεν. zoven(e) `νέος΄ -ο· μεταπλ. σε αρσ. με βάση την αιτ.]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τζογαδόρος ο [dzoγaδóros] Ο18 : (προφ.) μανιώδης χαρτοπαίκτης· χαρτόμουτρο. || (επέκτ.) παίκτης κάθε τυχερού παιχνιδιού.
[βεν. zogador -ος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τζόγος ο [dzóγos] Ο18 : I. (προφ.) χαρτοπαιξία: Πού τον χάνεις, πού τον βρίσκεις, στον τζόγο. ΦΡ κάνω τζόγο, κόβω τα χαρτιά. II. διάκενο: Άφησε λίγο τζόγο!
[βεν. zogo -ς]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τζόκεϊ 1 ο [dzókei] Ο (άκλ.) : ο επαγγελματίας αναβάτης αλόγου στις ιπποδρομίες.
[λόγ. < αγγλ. jockey]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τζόκεϊ 2 ο : το ένα από τα δύο τραπουλόχαρτα που έχουν τη φιγούρα ενός παλιάτσου και που χρησιμοποιούνται ως μπαλαντέρ σε ορισμένα παιχνίδια· τζόκερ.
[< τζόκερ με παρετυμ. τζόκεϊ 1]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τζόκεϊ 3 το : είδος κασκέτου, σαν αυτό που φορούν οι τζόκεϊ 1.
[λόγ. < αγγλ. jockey cap]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τζόκερ ο [dzóker] & τζόκερ το [dzóker] Ο (άκλ.) : το ένα από τα δύο τραπουλόχαρτα που έχουν τη φιγούρα ενός παλιάτσου και που χρησιμοποιούνται ως μπαλαντέρ σε ορισμένα παιχνίδια· τζόκεϊ 2.
[λόγ. < αγγλ. joker]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τζόκιγκ το [dzókiŋg] Ο (άκλ.) : (αθλ.) αργό τρέξιμο.
[λόγ. < αγγλ. jogging με αποηχηροπ. [g > k] από λόγ. επίδρ.]



