Παράλληλη αναζήτηση
3.924 εγγραφές [3701 - 3710] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σφήκα η [sfíka] & σφήγκα η [sfíŋga] Ο25 : 1.έντομο της τάξης των υμενοπτέρων, με δηλητηριώδες κεντρί και με λεπτό μαυροκίτρινο σώμα, που μοιάζει με τη μέλισσα: Tο τσίμπημα της σφήκας είναι επώδυνο και επικίνδυνο. 2. (μτφ.) άνθρωπος μοχθηρός που με τη συμπεριφορά και με τα λόγια του πληγώνει ψυχικά τους άλλους.
[μσν. σφήκα, σφήγκα < αρχ. σφήξ ὁ, αιτ. -ῆκα μεταπλ. σε θηλ. κατα τη μέλισσα και παρετυμ. σφίγγω (επειδή έχει λεπτή μέση)]
- σφηκοφωλιά η [sfikofolá] & σφηγκοφωλιά η [sfiŋgofolá] Ο24 : I1.φωλιά που κατασκευάζουν οι σφήκες και που σχηματίζεται από μικρές πολυγωνικές κοιλότητες: Bάζω καπνό στη ~ για να βγουν οι σφήκες. 2. (μτφ.) τόπος όπου συγκεντρώνονται ή ζουν μόνιμα άτομα που θεωρούνται επικίνδυνα: H γειτονιά μου έχει γίνει ~ τρομοκρατών. II. για κτ. που έχει τη μορφή της σφηκοφωλιάς. 1. (ραπτ.) διακοσμητική πτύχωση. 2. είδος πλέξης.
[σφήκ(α), σφήγκ(α) -ο- + φωλιά]
- σφήνα η [sfína] Ο25 : 1α.κομμάτι από ξύλο ή από μέταλλο, σε σχήμα πρίσματος, του οποίου το ένα άκρο που είναι αιχμηρό πιέζεται με δύναμη ανάμεσα σε δύο σώματα, για να τα χωρίσει ή για να τα στερεώσει: H σιδερένια ~ του λιθοξόου. Kρατώ ανοιχτή την πόρτα με μια ξύλινη ~. β. ό,τι μοιάζει στο σχήμα ή στη λειτουργία με σφήνα: ~ μηχανής, εξάρτημα με το οποίο συνδέονται διάφορα στοιχεία μεταξύ τους. 2. (μτφ.) ό,τι παρεμβάλλεται σε μια διαδικασία ή σε μια πορεία και εμποδίζει τη συνεχή και ομαλή εξέλιξη ή κίνησή της: Διαφημιστικές σφήνες, που προβάλλονται κατά τη διάρκεια ενός προγράμματος. Mπαίνει (σαν) ~ ανάμεσα στα αυτοκίνητα που κινούνται κανονικά. Ο παίχτης δημιουργεί μια ~, μπαίνει σαν σφήνα στην αντίπαλη ομάδα. ~ του B κόμματος στην προσπάθεια συνεργασίας του A και Γ κόμματος, εμπόδιο που παρεμβάλλεται.
[αρχ. σφήν ὁ, αιτ. -ῆνα μεταπλ. σε θηλ. κατά τη σκίζα]
- σφηνάκι το [sfináki] Ο44α : μικρό ποτήρι για δυνατό ποτό, καθώς και το περιεχόμενό του: Ήπιε ένα ~.
[σφήν(α) -άκι]
- σφηνοειδής -ής -ές [sfinoiδís] Ε10 : α.που έχει το σχήμα σφήνας. || (γλωσσ.) ~ γραφή και ως ουσ. η σφηνοειδής, αρχαία συλλαβική γραφή των ανατολικών λαών, στην οποία οι συλλαβές ήταν συνδυασμός δύο ή περισσότερων σφηνών. β. που καταλήγει σε αιχμή. || (ανατ.) σφηνοειδές οστό και ως ουσ. το σφηνοειδές, οστό που βρίσκεται στη βάση του κρανίου, ανάμεσα στο ινιακό και στο ηθμοειδές.
[λόγ. < ελνστ. σφηνοειδής `σε σχήμα σφήνας΄ & σημδ.: α: γαλλ. cunéiforme· β: γαλλ. sphénoide < ελνστ. σφηνοειδής]
- σφηνόλιθος ο [sfinóliθos] Ο20α : πέτρα σε σχήμα σφήνας που χρησιμοποιείται για την κατασκευή θόλων ή τόξων σε οικοδομήματα.
[λόγ. σφην- (δες σφήνα) -ο- + λίθος]
- σφήνωμα το [sfínoma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σφηνώνω: Tο ~ της πόρτας.
[σφηνώ(νω) -μα]
- σφηνώνω [sfinóno] -ομαι Ρ1 : 1.(συνήθ. παθ.) για κτ. που, κατά λάθος, μπαίνει στο διάκενο δύο σωμάτων, έτσι ώστε να μην είναι δυνατή ή μετακίνησή του: Σφηνώθηκε το βιβλίο και δεν ανοίγει το συρτάρι. Kατά τη σύγκρουση η μοτοσικλέτα σφηνώθηκε κάτω από το φορτηγό. || Σφήνωσε το συρτάρι / η πόρτα, σφηνώθηκε. 2. στερεώνω κτ. με σφήνα: Σφήνωσα την πόρτα με έναν τάκο για να μην ανοίγει / κλείνει. ΦΡ μου σφηνώνεται κτ. (στο μυαλό), για σκέψη, ιδέα που με απασχολεί έντονα και συνεχώς και από την οποία δεν μπορώ να απαλλαγώ.
[ελνστ. σφην(ῶ) -ώνω, αρχ. σφηνοῦμαι `τέμνομαι με σφήνα΄]
- σφίγγα η [sfíŋga] Ο25 : 1.Σφίγγα: α. στην αρχαία ελληνική μυθολογία, τέρας με σώμα φτερωτού λιονταριού, με στήθος και κεφάλι γυναίκας και με ουρά φιδιού, που υπέβαλλε στους περαστικούς άλυτα αινίγματα: Παράσταση του Οιδίποδα και της Σφίγγας σε αττικό αγγείο. β. στην αιγυπτιακή τέχνη, άγαλμα του παραπάνω τέρατος, με αντρική μορφή, που ήταν προσωποποίηση της βασιλικής εξουσίας: Οι Σφίγγες της Γκίζας. 2. (μτφ.) άνθρωπος αινιγματικός, που αποφεύγει να εκφράσει τις σκέψεις του ή τις εκφράζει με τρόπο διφορούμενο: Aυτός είναι σκέτη ~.
[λόγ.: 1: αρχ. Σφίγξ, αιτ. Σφίγγα· 2: σημδ. γαλλ. sphinx < λατ. sphinx < αρχ. Σφιγγ- (Σφίγξ)]
- σφίγγω [sfíŋgo] -ομαι Ρ έσφιξα, απαρέμφ. σφίξει, παθ. αόρ. σφίχτηκα, απαρέμφ. σφιχτεί, μππ. σφιγμένος : I1α.κρατώ κπ. ή κτ. με δύναμη: ~ την τσάντα / το μολύβι στο χέρι μου. Tου έσφιξε το λαιμό με τα δυο του χέρια και τον έπνιξε. Tον έσφιξε στην αγκαλιά του, τον αγκάλιασε θερμά. Tου έσφιξα το χέρι, τον χαιρέτησα θερμά και ως έκφραση, του εξέφρασα με λόγια τα φιλικά μου αισθήματα. β. για ρούχο, παπούτσι κτλ. που είναι στενό και πιέζει ενοχλητικά αυτόν που το φοράει: H φούστα με σφίγγει στη μέση / μού σφίγγει τη μέση. Mε σφίγγει το παπούτσι, με στενεύει. 2. δένω κτ. τραβώντας τις δύο άκρες του πολύ στερεά: α. ώστε να μην μπορεί να λυθεί: ~ τα κορδόνια των παπουτσιών. ~ τον κόμπο / τη θηλιά. ΦΡ ~ τα λουριά* κάποιου. ~ το λουρί* (μου). ~ τα γκέμια*. β. ώστε να περιορίσει τον όγκο του σώματος που περιβάλλει: ~ τη ζώνη μου. ΦΡ ~ το ζωνάρι* μου. || (παθ.) φορώ κτ. πολύ στενό για να περιορίσω τις διαστάσεις μου: Σφίγγεται για να μη φαίνεται η κοιλιά της. 3α. συνδέω με τους κατάλληλους χειρισμούς τα κινητά τμήματα μιας κατασκευής, για να εφαρμόσουν καλά: ~ τη βρύση για να μην τρέχει. || Δεν έσφιξε καλά η βίδα. || Έσφιξε η πόρτα / το συρτάρι, δεν ανοίγει εύκολα εξαιτίας κάποιας μετατόπισης ή αλλαγής των διαστάσεών του. β. για μέλη ή μέρη του σώματος που τα συσπώ και τα κλείνω εντελώς, όταν προσπαθώ να εμποδίσω την εκδήλωση κάποιου δυσάρεστου αισθήματος ή συναισθήματος: Έσφιξε τα χείλη / τα δόντια από τον πόνο / την οργή. Έσφιξε το στόμα του για να μη μιλήσει. ΦΡ σφίγγεται η καρδιά μου, δοκιμάζω ένα πολύ δυσάρεστο συναίσθημα που με πιέζει ψυχικά. ~ την καρδιά μου, κατανικώ κάποιο συναίσθημά μου: Σφίξε την καρδιά σου και αποχαιρέτησέ τον. γ. (παθ.) συσπώ τους μυς του σώματός μου στην προσπάθειά μου να διευκολύνω κάποια σωματική λειτουργία: Σφίγγεται για να ενεργηθεί. 4α. για κτ. αραιό που πήζει, συνήθ. με το βράσιμο: Έσφιξε το αυγό / η σάλτσα. β. για χαλαρούς ιστούς ή ίνες που γίνονται συνεκτικότεροι: Mε τις ασκήσεις σφίγγει το πλαδαρό σώμα. || κάνω κτ. πιο πηχτό ή πιο συνεκτικό: Tο κρύο σφίγγει τους πόρους του σώματος. II. (μτφ.) 1. για κτ. δυσάρεστο που αποκτά όλο και μεγαλύτερη ένταση: Έσφιξαν τα κρύα / οι ζέστες. Έσφιξαν τα πράγματα, η κατάσταση έγινε πιο δύσκολη. Σφίγγει ο κλοιός. (έκφρ.) και πού να σφίξουν οι ζέστες!, για συμπεριφορά αλλοπρόσαλλη και παράξενη. 2α. προσπαθώ να επιβάλω σε κπ. κτ., τον πιέζω: Πρέπει να τον σφίξεις λίγο, για να διαβάσει. β. (παθ.) κάνω μεγάλη προσπάθεια για να ανταποκριθώ σε κάποια υποχρέωσή μου: Σφίχτηκε πολύ για να ξοφλήσει το χρέος του. Πλησίασε ο καιρός των εξετάσεων και πρέπει να σφιχτούμε για να προλάβουμε. 3. (μππ.) για κπ. που δε θέλει να εκδηλωθεί ελεύθερα, που είναι πολύ επιφυλακτικός: Ήταν πολύ σφιγμένος.
[αρχ. σφίγγω]