Παράλληλη αναζήτηση
| 3.924 εγγραφές [271 - 280] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαρδάμ το [sarδám] Ο (άκλ.) : λέξη που δηλώνει το μπέρδεμα των λέξεων ή των γραμμάτων μέσα σε μία λέξη από έναν ομιλητή, συνήθ. από τρακ.
[ίσως αναγραμματισμένο επών. Μαδράς (Έλληνας ηθοποιός και σκηνοθέτης)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαρδανάπαλος ο [sarδanápalos] Ο20 : χαρακτηρισμός ανθρώπου με έκλυτα ήθη, συνήθ. για άπιστο σύζυγο.
[λόγ. < αρχ. Σαρδανάπαλ(λ)ος (όν. βασιλιά της Aσσυρίας) σημδ. γαλλ. sardanapale (στη νέα σημ.) < αρχ. Σαρδανάπαλος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαρδέλα η [sarδéla] Ο25 : 1. μικρό ψάρι που αφθονεί στη Mεσόγειο, στη Mαύρη Θάλασσα και στις ακτές του Aτλαντικού· έχει σώμα πεπλατυσμένο με γαλαζοπράσινη ράχη και ανοιχτόχρωμη κοιλιά: Παστές σαρδέλες. Σαρδέλες (σε) κονσέρβα. || (προφ.): Γίναμε / στριμωχτήκαμε / στοιβαχτήκαμε σαν σαρδέλες. Θα σε σκίσω σαν ~, ως απειλή. 2. (μτφ., προφ.) διακριτικό υπαξιωματικού.
σαρδελίτσα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. [μσν. σαρδέλα < ιταλ. sardella· σαρδέλ(α) -ίτσα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαρδελοκούτι το [sarδelokúti] Ο44 : 1. άδειο κουτί από κονσέρβα σαρδέλας. 2. (μτφ., προφ.) χαρακτηρισμός υπερβολικά φορτωμένου μεταφορικού μέσου, κυρίως λεωφορείου.
[σαρδέλ(α) -ο- + κουτ(ί) -ι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαρδόνιος -α -ο [sarδónios] Ε6 : μόνο στην έκφραση σαρδόνιο γέλιο: α. που εκφράζει μια διάθεση χλευαστική και χαιρέκακη. β. (ιατρ.) μορφασμός που μοιάζει με γέλιο, οφείλεται σε σπασμωδική συστολή των μυών του προσώπου και εμφανίζεται στον τέτανο.
σαρδόνια ΕΠIΡΡ: Mε κοίταξε γελώντας ~. [λόγ. < ελνστ. σαρδόνιος (αρχ. σαρδάνιος)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαρδόνυχας ο [sarδónixas] Ο5 : είδος ημιπολύτιμου λίθου σε ευρεία χρή ση από την αρχαιότητα έως σήμερα.
[λόγ. < ελνστ. σαρδόνυξ, αιτ. -υχα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σάρι το [sári] Ο (άκλ.) : το εθνικό ένδυμα των γυναικών στην Iνδία, το οποίο αποτελείται από ένα μακρύ μονοκόμματο ύφασμα, βαμβακερό ή μεταξωτό, που πτυχώνεται στο σώμα χωρίς κοψίματα ή ραφές.
[λόγ. < γαλλ. sari < ινδ. sārī]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαρίκι το [saríki] Ο44 : λεπτό άσπρο ύφασμα που τυλίγεται γύρω από το φέσι μουσουλμάνων ιερέων ή αξιωματούχων.
[τουρκ. sarιk -ι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σάρισα η [sárisa] Ο27 : μακρύ δόρυ των αρχαίων Mακεδόνων.
[λόγ. < ελνστ. σάρισα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σάρκα η [sárka] Ο25 : 1α. το μυώδες μέρος του σώματος των ανθρώπων και των ζώων, σε αντιδιαστολή προς τα οστά: Σφιχτή / πλαδαρή ~. H ρόδινη ~ του μωρού. Mύριζε καμένη ~. Οστά γυμνωμένα από τις σάρκες. Οι σάρκες της ξεχείλιζαν από παντού. (έκφρ.) με ~ και οστά, για κπ. που εμφανίζεται μπροστά μας αυτοπροσώπως. παίρνω / δίνω ~ και οστά, για κτ. το οποίο υλοποιείται, το οποίο γίνεται πραγματικότητα: Tα όνειρά του πήραν επιτέλους ~ και οστά. ~ από τη ~ μου: α. με συναισθηματική φόρτιση, για τα φυσικά ή πνευματικά μου τέκνα. β. για να τονιστεί η πολύ στενή σχέση που έχω με κτ.· ΣYN έκφρ. σαρξ εκ της σαρκός μου. ΦΡ τρώω* τις σάρκες μου. β. (προφ.) το μαλακό και χυμώδες μέρος των φρούτων, σε αντιδιαστολή προς τον πυρήνα: H μυρωδάτη ~ του ροδάκινου. 2. η υλική φύση του ανθρώπου και ειδικά το σεξουαλικό ένστικτο, σε αντιδιαστολή προς το πνεύμα ή την ψυχή: Οι επιθυμίες της σάρκας.
[μσν. σάρκα < αρχ. σάρξ, αιτ. σάρκα]



