Παράλληλη αναζήτηση
| 3.924 εγγραφές [91 - 100] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαλαγητό το [salajitó] Ο38 : (λαϊκότρ.) σάλαγος.
[σαλαγ(ώ) -ητό]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σάλαγος ο [sálaγos] Ο20 : (λαϊκότρ.) 1. η βουή, ο θόρυβος που κάνει ένα κοπάδι ζώων. || (λογοτ.): Ο ~ της μέρας δεν έχει κοπάσει ακόμα. Ο ~ της μάχης / του πολέμου. Ο ~ των κυμάτων / της θάλασσας. 2. η κραυγή του βοσκού με την οποία παρακινεί το κοπάδι να προχωρήσει ή να σταματήσει.
[σαλαγ(ώ) -ος (αναδρ. σχημ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαλαγώ [salaγó] & -άω Ρ10.1α : (λαϊκότρ.) για το βοσκό που με κραυγές, σφυρίγματα κτλ. παρακινεί το κοπάδι να προχωρήσει ή να σταματήσει: Σαλαγούσε τα πρόβατα.
[ελνστ. σαλαγῶ `ταρακουνώ (για τη θάλασσα)΄ (πρβ. ελνστ. σαλαγή `κραυγή΄)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαλαμάνδρα η [salamánδra] & σαλαμάντρα η [salamándra] Ο25 : μικρό αμφίβιο ερπετό που ζει στη στεριά, έχει τη μορφή και το μέγεθος σαύρας, δέρμα μαύρο με κίτρινες κηλίδες και εκκρίνει ένα τοξικό υγρό.
[λόγ. < αρχ. σαλαμάνδρα (προφ. [ndr] )· προσαρμ. στη δημοτ. [nδ > nd] ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαλάμι το [salámi] Ο44 : είδος αλλαντικού από ψιλοκομμένο κρέας, κομματάκια λίπος και μπαχαρικά, τα οποία τοποθετούνται μέσα σε μοσχαρίσιο έντερο, έτσι ώστε να δημιουργείται ένας μακρύς κύλινδρος: ~ αέρος / βραστό / σκορδάτο. || Γλυκό ~, γλυκό του ψυγείου από μπισκότα και σοκολάτα. || (μτφ.): Πολιτική / μέθοδος του σαλαμιού, σαλαμοποίηση.
σαλαμάκι το YΠΟKΟΡ. [ιταλ. salam(e) -ι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαλαμινομάχος ο [salaminomáxos] Ο18 : Έλληνας πολεμιστής που πολέμησε εναντίον των Περσών στη ναυμαχία της Σαλαμίνας.
[λόγ. Σαλαμιν- (Σαλαμίς < αρχ. Σαλαμίς) -ο- + -μάχος κατά το μαραθωνομάχος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαλαμοποίηση η [salamopíisi] Ο33 : πολυδιάσπαση που γίνεται για να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα αυτού που την προκαλεί, π.χ. σε θέματα που, ενώ θα έπρεπε να συνεξεταστούν, διαχωρίζονται και εξετάζονται χωριστά.
[λόγ. σαλάμ(ι) -ο- + -ποίη(σις) -ση μτφρδ. αγγλ. salami tactics]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαλαμούρα η [salamúra] Ο25α : (προφ.) άρμη για τη συντήρηση διάφορων τροφίμων. || χαρακτηρισμός πολύ αλμυρού φαγητού: ~ το ΄κανες το φαΐ!
[παλ. ιταλ. ή βεν. salamora ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] )]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαλάτα η [saláta] Ο25 : 1. λαχανικά ωμά ή βρασμένα στα οποία προσθέτουν λάδι, αλάτι, ξίδι ή λεμόνι και τα οποία σερβίρονται ως συμπληρωμα τικό του κυρίως φαγητού: Kόβω / ανακατεύω τη ~. Mαρούλι / λάχανο ~. Παντζάρια / χόρτα ~. ~ εποχής. Θα φάω μόνο μια ~. || Πράσινη ~, ονομασία του σγουρού μαρουλιού. 2. γενική ονομασία διάφορων ορεκτικών, των οποίων τα υλικά είναι ανακατωμένα με καρυκεύματα, όπως η ταραμοσαλάτα, το τζατζίκι, η μελιτζανοσαλάτα κτλ. || Ρώσικη ~, κομματάκια από βρασμένα λαχανικά ανακατεμένα με μαγιονέζα. ΦΡ τα κά νω ~, για μπέρδεμα, σύγχυση που οδηγεί σε παταγώδη αποτυχία: Tα ΄κα να ~ στις εξετάσεις.
σαλατίτσα η YΠΟKΟΡ. σαλατούλα η YΠΟKΟΡ. [βεν. salata· σαλάτ(α) -ίτσα, -ούλα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαλατιέρα η [salatxéra] Ο25α : επιτραπέζιο σκεύος μέσα στο οποίο σερβίρεται η σαλάτα.
[σαλάτ(α) -ιέρα]



