Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Συν
457 εγγραφές [71 - 80]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συναπτός -ή -ό [sinaptós] Ε1 : (λόγ.) συνεχής από χρονική άποψη: Συναπτά έτη / χρόνια: Έζησε στο εξωτερικό είκοσι συναπτά έτη.

[λόγ. < αρχ. συναπτός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνάπτω [sinápto] -ομαι Ρ4 αόρ. (λόγ.) και συνήψα, απαρέμφ. συνάψει, μππ. συνημμένος* : (λόγ.) 1. με αφηρημένο ουσιαστικό σημαίνει ό,τι και το ομόρριζο με το ουσιαστικό ρήμα: ~ γνωριμία, γνωρίζομαι. ~ δάνειο, δανείζομαι. ~ μάχη, μάχομαι. ~ συμφωνία, συμφωνώ. ~ συμβόλαιο, συμβάλλομαι. ~ σχέσεις, σχετίζομαι. || ~ γάμο, παντρεύομαι. 2. συνδέω δύο φαινόμενα, καταστάσεις ή γεγονότα με σχέση λογικής ακολουθίας· συναρτώ: Tο πρόβλημα της ανεργίας συνάπτεται με το πρόβλημα της οικονομικής υπανάπτυξης.

[λόγ. < αρχ. συνάπτω `συνδέω, παίρνω μέρος΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σύναρθρος -η -ο [sínarθros] Ε5 : (γραμμ.) έναρθρος 2.

[λόγ. < ελνστ. σύναρθρος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συναρθρώνω [sinarθróno] -ομαι Ρ1 : συνδέω με άρθρωση.

[λόγ. < ελνστ. συναρθρ(ῶ) -ώνω (αρχ. συναρθροῦμαι)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνάρθρωση η [sinárθrosi] Ο33 : 1.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του συναρθρώνω· σύνδεση δύο μερών με άρθρωση. || (ανατ.) είδος ακίνητης άρθρωσης, όπως π.χ. οι αρθρώσεις των οστών του κρανίου. 2. (γλωσσ.) άρθρωση όπου εμπλέκονται συγχρόνως περισσότερες από μία κινήσεις των αρθρωτών ή περισσότερα από ένα αρθρωτικά σημεία και η οποία μπορεί να καταλήξει σε αφομοίωση: Περίπτωση συνάρθρωσης είναι τα χειλοϋπερωικά σύμφωνα.

[λόγ.: 1: ελνστ. συνάρθρω(σις) -ση· 2: σημδ. αγγλ. coarticulation]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συναριθμώ [sinariθmó] -ούμαι Ρ10.9 : συνυπολογίζω αριθμητικά: Στους λόγιους της Aναγέννησης συναριθμούνται και πολλοί Έλληνες.

[λόγ. < αρχ. συναριθμῶ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συναρμογή η [sinarmojí] Ο29 : η ενέργεια του συναρμόζω· (πρβ. συναρμολόγηση): H ~ των μεταλλικών κομματιών μιας κατασκευής. || το σημείο όπου συναρμόζονται δύο στοιχεία.

[λόγ. < ελνστ. συναρμογή `συνδυασμός΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συναρμόδιος -α -ο [sinarmóδios] Ε6 : που είναι αρμόδιος για κάποιο ζήτημα μαζί με κπ. άλλον: Για το διορισμό των νέων καθηγητών θα αποφασίσουν τα συναρμόδια υπουργεία Παιδείας και Οικονομικών.

[λόγ. συν- αρμόδιος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συναρμόζω [sinarmózo] -ομαι Ρ2.1 : συνδέω δύο ή περισσότερα ομοειδή στοιχεία μεταξύ τους, με απόλυτη ακρίβεια, ώστε στα σημεία της ένωσης να μη δημιουργούνται κενά· (πρβ. συναρμολογώ): Tα γεφύρια είναι χτισμέ να με πέτρες, συναρμοσμένες με πολλή τέχνη.

[λόγ. < αρχ. συναρμόζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συναρμολόγημα το [sinarmolójima] Ο49 : το αποτέλεσμα του συναρμολογώ, ό,τι δημιουργήθηκε με συναρμολόγηση, συνήθ. μειωτικά, για κτ. από το οποίο λείπει το στοιχείο της καινοτομίας: Ο νόμος αυτός είναι ~ παλιών διατάξεων.

[λόγ. συναρμολογη- (συναρμολογώ) -μα]

< Προηγούμενο   1... 6 7 [8] 9 10 ...46   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες