Παράλληλη αναζήτηση
| 32 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στερεοτυπείο το [stereotipío] Ο39 : εργαστήριο στερεοτυπίας 1.
[λόγ. στερεοτυπ(ία) 1 -είον]
- στερεοτύπης ο [stereotípis] Ο10 : τεχνίτης στερεοτυπίας 1.
[λόγ. στερεοτυπ(ία) 1 -ης]
- στερεοτυπία 1 η [stereotipía] Ο25 : τυπογραφική μέθοδος κατά την οποία από στοιχειοθετημένη τυπογραφική πλάκα παράγεται μήτρα, μέσα στην οποία χύνεται μέταλλο, και έτσι δημιουργείται έκτυπη τυπογραφική πλά κα.
[λόγ. < γαλλ. stéréotypie < stéréo- = στερεο- + -typ(e) < αρχ. τύ π(ος) `αποτύπωμα΄ -ie = -ία]
- στερεοτυπία 2 η : το να είναι κτ. στερεότυπο, να εμφανίζεται ή να επαναλαμβάνεται με τον ίδιο τρόπο.
[λόγ. < στερεοτυπία 1 κατά τη σημ. του στερεότυπος 2]
- στερεοτυπικός -ή -ό [stereotipikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη στερεοτυπία 1: Στερεοτυπικά μηχανήματα. Στερεοτυπικές πλάκες / εργασίες. Στερεοτυπική έκδοση, που έγινε με τη μέθοδο της στερεοτυπίας 1.
στερεοτυπικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. στερεοτυπ(ία) 1 -ικός]
- στερεότυπος 1 -η -ο [stereótipos] Ε5 : 1. (φιλολ., για κείμενο ιδ. αρχαίο ελληνικό ή λατινικό) που έχει τυπωθεί χωρίς ερμηνευτικά σχόλια ή περικοπές: Οι στερεότυπες εκδόσεις της Λιψίας / της Οξφόρδης. 2. που έχει σχέ ση με τη στερεοτυπία 1· στερεοτυπικός: Στερεότυπη έκδοση. || (τυπ., ως ουσ.) το στερεότυπο, η ειδική μήτρα στην οποία χύνεται το μέταλλο κατά τη μέθοδο της στερεοτυπίας 1.
[λόγ. < γαλλ. stéréotype < stéréo- = στερεο- + -type < αρχ. τύπος `αποτύπωμα΄]
- στερεότυπος 2 -η -ο : που γίνεται ή που εμφανίζεται πάντα με την ίδια μορφή, που επαναλαμβάνεται με τον ίδιο τρόπο: Στερεότυπη ερώτηση / απάντηση / φράση / ενέργεια / συμπεριφορά. Στερεότυπα περιστατικά / συναισθήματα. || (ως ουσ.) το στερεότυπο: α. στερεότυπη ενέργεια, συμπεριφορά ή στερεότυπο περιστατικό: Mελέτη / ανάλυση των στερεοτύπων. Kοινωνικά / ατομικά στερεότυπα. β. η στερεοτυπία 2.
[λόγ. < γαλλ. stéréotype (δες στερεότυπος 1)]
- στερεοφωνία η [stereofonía] Ο25 : τεχνική εγγραφής, αναπαραγωγής, εκπομπής ή λήψης του ήχου, με την οποία δίνεται στον ακροατή η αίσθηση της κατανομής του ήχου στο χώρο.
[λόγ. < αγγλ. stereophony < stereo phon(ic) = στερεοφων(ικός) -y = -ία]
- στερεοφωνικός -ή -ό [stereofonikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη στερεοφωνία: ~ ήχος / δίσκος / ραδιοφωνικός σταθμός. Στερεοφωνικό ραδιόφω νο / πικάπ / συγκρότημα, για αναπαραγωγή στερεοφωνικού ήχου. Στερεοφωνική τηλεόραση / κασέτα / εγκατάσταση / εκπομπή. || (ως ουσ.) το στερεοφωνικό, το στερεοφωνικό συγκρότημα· στέρεο.
στερεοφωνι κά ΕΠIΡΡ: Εγγράφω / αναπαράγω ~ μια μουσική. Σταθμός που εκπέμπει ~. [λόγ. < αγγλ. stereophonic < stereo- = στερεο- + αρχ. φων(ή) -ic = -ικός]
- στερεοχημεία η [stereoximía] Ο25 : κλάδος της χημείας που μελετά τη διάταξη των ατόμων στο μόριο ιδίως σε περιπτώσεις στερεοϊσομέρειας.
[λόγ. < γαλλ. stéréochimie < stéréo- = στερεο- + chimie = χημεία]



