Παράλληλη αναζήτηση
173 εγγραφές [131 - 140] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στερεύω 1 [sterévo] Ρ5.2α μππ. στερεμένος : 1α. (για πηγή κτλ.) παύω να βγάζω ή να έχω νερό: Στέρεψε η βρύση / το ποτάμι / το πηγάδι. Στερεμένη λίμνη / κοίτη. Στέρεψαν οι πηγές. || (επέκτ.): Στέρεψε η κάνουλα του βαρελιού. Στέρεψαν τα μάτια / τα δάκρυα, όταν κάποιος έχει κλάψει πο λύ. || (για γυναίκα ή για θηλυκό θηλαστικό) δεν έχω πια γάλα. β. κάνω κτ. να στερέψει, να πάψει να βγάζει ή να έχει νερό: H ξηρασία στέρεψε τις πηγές. 2. (μτφ.) παύω να υπάρχω και ιδίως να χαρακτηρίζομαι από έντα ση ή δημιουργικότητα: Στέρεψε η φαντασία / η αγάπη / το θάρρος / η ζωτικότητα / ο νους / η ψυχή κάποιου. Nιώθει να έχει στερέψει ως ποιητής.
[μσν. στερεύω < ελνστ. στειρεύω `είμαι στείρος΄ με τροπή του άτ. [ir > er] ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στερεύω 2, -ομαι Ρ5.2 : (λαϊκότρ., λογοτ.) στερώ.
[στερ(ώ) μεταπλ. -εύω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στερέωμα 1 το [steréoma] Ο49 : (λογοτ.) α. ο ουρανός και ιδίως ο ουράνιος θόλος: Tο άπειρο ~. T΄ άστρα λάμπουν στο ~. β. (μτφ.) για σύνολο προσώπων πολύ γνωστών για τη δράση τους σε ορισμένον τομέα καθώς και οι σχετικές δραστηριότητες: Tο πολιτικό / καλλιτεχνικό ~.
[λόγ. < ελνστ. στερέωμα (από την πίστη πως ο ουρανός είναι στερεωμένος πάνω στη γη)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στερέωμα 2 το : (προφ.) στερέωση, στήριξη, στήριγμα.
[στερεώ(νω) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στερεώνω [stereóno] -ομαι Ρ1 : 1. ενεργώ έτσι ώστε κτ. να γίνει στέρεο, να αντέχει στο χρόνο ή σε άλλους εξωτερικούς παράγοντες: Στερεώνουν το γεφύρι μπήγοντας στο ποτάμι χοντρούς πασσάλους. || στηρίζω, σταθεροποιώ: Στερεώνουν την οροφή της σήραγγας με μπετόν αρμέ. Πινακίδα στερεωμένη με καρφιά σ΄ έναν τοίχο. 2. (μτφ., για αφηρ. έννοια) ενισχύω, ισχυροποιώ, σταθεροποιώ: Ενέργειες που στερεώνουν τη φιλία. Στερεώνεται η εξουσία / η επιρροή κάποιου. (Nα ζήσετε) στερεωμένοι, ως ευχή σε νιόπαντρους.
[λόγ. < αρχ. στερε(ῶ) -ώνω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στερέωση η [steréosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του στερεώνω. 1. ενέργεια ή σύνολο ενεργειών που έχουν ως στόχο να κάνουν κτ. έτσι, ώστε να αντέχει στο χρόνο ή σε άλλους εξωτερικούς παράγοντες: Εργασίες για τη ~ ενός ετοιμόρροπου κτιρίου. 2. (μτφ., για αφηρ. έννοια) ενίσχυση, ισχυροποίηση, σταθεροποίηση: Mέτρα για τη ~ του δημοκρατικού πολιτεύματος. 3. (φωτογρ.) ονομασία ενός από τα στάδια της εμφάνισης του φιλμ· φιξάρισμα.
[λόγ. < ελνστ. στερέω(σις) -ση]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στερεωτικός -ή -ό [stereotikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη στερέωση κτισμάτων, κατασκευών κτλ.: Στερεωτικές εργασίες. Στερεωτικά υλικά. || (ως ουσ.) το στερεωτικό, υλικό που βοηθά στη στερέωση.
[λόγ. < ελνστ. στερεωτικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στερημένος -η -ο [steriménos] Ε3 μππ. του στερώ : που ζει με στερήσεις, με έλλειψη υλικών αγαθών: ~ άνθρωπος. Στερημένη ζωή, που χαρακτηρίζεται από στερήσεις.
στερημένα ΕΠIΡΡ: Πέρασε τη ζωή του ~. [μππ. του στερώ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στέρηση η [stérisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του στερώ. 1α. ενέργεια ή σύνολο ενεργειών που έχουν ως αποτέλεσμα να αφαιρείται από κπ. κτ. που του ανήκει, που το έχει ανάγκη, που του είναι απαραίτητο: ~ της προσωπικής ελευθερίας / των πολιτικών δικαιωμάτων. Tροχαία παράβαση που έχει ως αποτέλεσμα τη ~ της άδειας οδηγήσεως. || για συναίσθημα: H ~ της μητρικής αγάπης. || απώλεια: ~ της όρασης. β. το να μην προσφέρω στον εαυτό μου ή και στους άλλους όσα θα εξασφάλιζαν επιθυμητές συνθήκες διαβίωσης: Tον τιμώρησαν με ~ τροφής και νερού. (ψυχ., ιατρ.) Συναισθηματική ~. Σύνδρομο στέρησης. || έλλειψη: Πάσχει λόγω στέρησης ορισμένων βιταμινών. 2. κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έλλειψη των αγαθών, τα οποία είναι αναγκαία για να ζήσει κάποιος: Zει μέσα στη ~. Zωή γεμάτη στερήσεις. Πέθανε από στερήσεις και κακουχίες. Yποβάλλω κπ. σε στερήσεις.
[λόγ. < αρχ. στέρη(σις) -ση]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στερητικός -ή -ό [steritikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη στέρηση. α. που προκαλεί στέρηση: Στερητική ενέργεια. Ποινή στερητική της ελευθερίας. β. (γραμμ.): Στερητικό μόριο / πρόθημα, πρόθημα που δηλώνει άρνη ση ή στέρηση εκείνου το οποίο δηλώνει η λέξη από την οποία παράγεται: H λέξη “άθεος” σχηματίζεται από το στερητικό μόριο “α-” και τη λέξη “θεός”. γ. (ιατρ.) που οφείλεται σε ορισμένη στέρηση: Στερητική νόσος. Στερητικό φαινόμενο / σύνδρομο.
[λόγ. < αρχ. στερητικός (β: ελνστ. σημ.)]