Παράλληλη αναζήτηση
| 14 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπινάρισμα το [spinárizma] Ο49 : (οικ.) το αποτέλεσμα του σπινάρω.
[σπιναρισ- (σπινάρω) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπινάρω [spináro] Ρ6α : (οικ.) πατάω γκάζι και, αφήνοντας απότομα το συμπλέκτη, κάνω τους τροχούς να γυρνάνε χωρίς να δίνουν κίνηση: Ξεκίνησε σπινάροντας. || Σπινάρουν οι τροχοί.
[αγγλ. spin -άρω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπινθήρας ο [spinθíras] Ο2 : 1. (λόγ.) σπίθα. 2. (ηλεκτρολ.) ηλεκτρικός ~, η λάμψη που παράγεται κατά την ένωση δύο ετερώνυμων ηλεκτρικών φορτίων.
[λόγ.: 1: αρχ. σπινθήρ, αιτ. -ῆρα· 2: σημδ. αγγλ. spark ή γαλλ. étincelle]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπινθηρίζω [spinθirízo] Ρ2.1α : σπιθίζω.
[λόγ. < ελνστ. σπινθηρίζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπινθήρισμα το [spinθírizma] Ο49 : σπίθισμα.
[λόγ. σπινθηρισ- (σπινθηρίζω) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπινθηρισμός ο [spinθirizmós] Ο17 : (λόγ.) σπίθισμα.
[λόγ. < ελνστ. σπινθηρισμός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπινθηροβόλημα το [spinθirovólima] Ο49 : το αποτέλεσμα του σπινθηροβολώ.
[λόγ. σπινθηροβολη- (σπινθηροβολώ) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπινθηροβόλος -α -ο [spinθirovólos] Ε4 : που βγάζει σπίθες, που λάμπει και φωτίζει, συνήθ. μτφ.: α. Σπινθηροβόλο βλέμμα. β. για πνεύμα λαμπερό, για άνθρωπο έξυπνο και πνευματώδη: Σπινθηροβόλο πνεύμα. Σπινθηροβόλο ύφος.
[λόγ. < ελνστ. σπινθηροβόλος `που βγάζει σπίθες΄ σημδ. γαλλ. étincelant]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπινθηροβολώ [spinθirovoló] Ρ10.9α : πετώ, βγάζω σπίθες, λάμπω και φωτίζω, συνήθ. μτφ. ως εκδήλωση λαμπερού πνεύματος.
[λόγ. < ελνστ. σπινθηροβολῶ `βγάζω σπίθες΄ & σημδ. γαλλ. étinceler]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπινθηρογράφημα το [spinθiroγráfima] Ο49 : (ιατρ.) η απεικόνιση σε φωτοευαίσθητη επιφάνεια της κατανομής της ραδιενέργειας σε ένα όργανο του σώματος με τη μέθοδο της σπινθηρογραφίας.
[λόγ. σπινθηρ- (σπινθήρας) -ο- + -γράφημα μτφρδ. αγγλ. scintigram (-gram = -γράφημα)]



