Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: Σου
150 items total [61 - 70]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σουμάδα η [sumáδa] Ο26 : αρωματικό ηδύποτο αναψυκτικό που παρασκευάζεται από αλεσμένη ψύχα αμυγδάλων.

[βεν.(;)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σουμάρισμα το [sumárizma] Ο49 : (προφ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σουμάρω.

[σουμάρ(ω) -ισμα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σουμάρω [sumáro] -ομαι Ρ6 : (προφ.) προσθέτω διάφορα επί μέρους ποσά και εξάγω το τελικό άθροισμα· αθροίζω.

[σούμ(α) 1 -άρω ή βεν. sumar ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σουμερικός -ή -ό [sumerikós] Ε1 : που αναφέρεται στον αρχαίο λαό των Σουμερίων: ~ πολιτισμός.

[λόγ. Σουμέρ(ιοι) -ικός μτφρδ. γαλλ. sumérien ή γερμ. sumerisch]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σούμο το [súmo] Ο (άκλ.) : είδος ιαπωνικού αθλήματος πάλης μεταξύ υπέρβαρων παλαιστών.

[λόγ. < αγγλ. sumo (από τα ιαπων.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σούμπασης ο [súbasis] Ο12 : στην Οθωμανική αυτοκρατορία, τοπικός άρχοντας με διοικητικές, αστυνομικές κτλ. αρμοδιότητες.

[τουρκ. subaşι ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σούμπιτος -η -ο [súbitos] Ε5 : (προφ.) όλος μαζί και σε μια στιγμή: H βάρκα βούλιαξε σούμπιτη.

[ιταλ. subito `αμέσως΄ ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σουμπρέτα η [subréta] Ο25 : το πρόσωπο της υπηρέτριας ή της ακόλουθης σε οπερέτα ή σε κωμωδία: Διακρίθηκε σε ρόλους σουμπρέτας.

[γαλλ. soubrett(e) ή μέσω του ιταλ. subretta]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σούνα η [súna] Ο25 : το σύνολο των θρησκευτικών και νομικών διδαγμάτων που πηγάζουν από τους λόγους και τις πράξεις του Mωάμεθ και των τεσσάρων πρώτων χαλιφών.

[λόγ. < αραβ. sunnah]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σουναμιτισμός ο [sunamitizmós] Ο17 : η παλαιά αντίληψη (κυρίως λαών της Mέσης Aνατολής και της Aσίας) ότι ο εξασθενημένος οργανισμός ηλικιωμένου αναζωογονείται από τη σωματική, σεξουαλική επαφή του με νεαρό άτομο.

[λόγ. < γαλλ. sunamitisme επειδή ο Σολομώντας σε προχωρημένη ηλικία είχε πάρει μια κοπέλα απ΄ τη χώρα Σουνάμ (-isme = -ισμός)]

< Previous   1... 5 6 [7] 8 9 ...15   Next >
Go to page:Go