Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Σιαμ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σιαμαίος -α -ο [siaméos] Ε4 : 1. που κατάγεται από το Σιάμ: Σιαμαία γάτα, ράτσα γάτας. 2. Σιαμαίοι αδελφοί / σιαμαία αδέλφια, ονομασία που δίνεται σε διδύμους οι οποίοι παρουσιάζουν ανωμαλία στη διάπλαση, γεννιούνται δηλαδή ενωμένοι σε κάποιο σημείο του σώματός τους. || (μτφ. και ως ουσ.) οι σιαμαίοι, συνήθ. για αχώριστους φίλους, για φίλους που εμφανίζονται σχεδόν πάντα μαζί.

[λόγ. Σιάμ -αίος μτφρδ. γαλλ. siamois, Σιάμ: λόγ. < γαλλ. Siam (από τα ινδικά)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σιαμέζικος -η -ο [siamézikos] Ε5 : που κατάγεται από το Σιάμ: Σιαμέζικη γάτα, ράτσα γάτας.

[Σιάμ -έζικος κατά το -έζ(ος) -ικος (σύγκρ. δανέζικος) απόδ. στη δημοτ. του Σιαμαίος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες