Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Σεληνιάς
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σεληνιασμός ο [seliniazmós] Ο17 : (λαϊκότρ.) η ασθένεια της επιληψίας καθώς και η κρίση επιληψίας.

[λόγ. < ελνστ. σεληνιασμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες